Sunday, December 16, 2007

Το δώρο της σιωπής


Aκουγόταν ενας ήχος ρυθμικός. Κάτι χτυπούσε την πόρτα στο κάτω διαμέρισμα. Σταματούσε για λίγο, μετα ξανασυνέχιζε. Χτύπος αγωνίας. Κατεβαίνω την εσωτερική σκάλα του σπιτιού και κατευθύνομαι προς το διαμέρισμα της Εmily. Ο χτύπος έρχεται απο εκεί. Στο εσωτερικό του μικρού διαμερίσματος, καθώς ανοίγω την πόρτα, βρίσκω την Εmily στο πάτωμα. Χτυπούσε τη πόρτα με το μπαστούνι της. Με είχε ανάγκη.

Η Εmily είναι 103 ετών. Γεννήθηκε στη Ρωσία κάπου το 1890. Ούτε κι’ αυτή είναι σίγουρη. Τα πιστοποιητικά γεννήσεως έχουν χαθεί προ πολλού κάπου στην αχανή χώρα. Εκεί η Εmily πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Μετά ήρθε στην Αμερική με τον άντρα της. Οι λόγοι άγνωστοι. Η ζωή της ένα μυστήριο. Δεν έκανε ποτέ παιδιά. Δεν αναφέρθηκε ποτέ σε συγγενείς. Κάποτε ο άντρας της πέθανε και η Εmily έμεινε μια μοναχική χήρα σε μια ξένη χώρα, με το ελάχιστο εισόδημα της πολιτείας. Χωρίς συγγενείς, χωρίς φίλους. Τα αγγλικά της λίγα και σπαστά.

Το διαμέρισμά της σκοτεινό, είχε πάντα μια μυρωδιά απο κερί. Καθόταν στο παράθυρο και κοιτούσε το απέναντι σχολείο. Ετσι μου είπε. Της άρεσε να βλέπει τα παιδιά να τρέχουν χαρούμενα στο προαύλιο, να κατεβαίνουν φωνάζοντας απο το σχολικό. Και σαν τέλειωνε η σχολική μέρα, την έπιανε μια αφόρητη κατάθλιψη. Εσβηναν οι παιδικές φωνές, και η Εmily βυθιζόταν σε μια απέραντη μοναξιά. Μέχρι να ξανάρθουν τα παιδιά την άλλη μέρα, να ξαναρχίσουν οι φωνές.

Την βοηθώ να σηκωθεί. Να καθήσει στην καρέκλα. Της δίνω λίγο νερό. Εκείνη με κοιτάει με ένα γλυκό χαμόγελο, μια άγια ηρεμία. Το ξέρω πως με συμπαθεί. Είμαι ένας καλός γείτονας. Ενδιαφέρθηκα για τη ζωή της, τη ρώτησα πράγματα. Ημουνα ίσως ό μόνος. Και εκείνη μου πρόσφερε τσάι και βουτήγματα. Και μου μίλησε για τη μεγάλη χώρα, τη Ρωσία, για τη μεγάλη επανάσταση που βίωσε απο κοντά στα χρόνια της εφηβίας της. Για τις καταστροφές, τη φτώχια, το κρύο της Ρωσίας. Για τα άλογα που την βάζαν να φυλάει. Για τους Μπολσεβίκους, το πυκνό χιόνι, τους μπουρζουάδες της Μόσχας, τα πέτρινα ψηλοτάβανα αρχοντικά, τις κυρίες με τα καπελίνα.

Μου σφίγγει το χέρι. Θέλει κάτι να μου δώσει. Τώρα, μου λέει. Τώρα είναι η ώρα. Ανοίγει το συρτάρι του μικρού της γραφείου. Βγάζει απο μέσα ενα βιβλίο τυλιγμένο σε μαντήλι. Μου το προσφέρει κοιτάζοντάς με στα μάτια. Το χέρι της σφιγμένο στο δικό της. Μια στιγμή χωρίς λόγια. Στιγμή σιωπής.

Είναι ενα πολύτιμο βιβλίο. Βιβλίο του 1917. Το λογοτεχνικό πόνημα του άντρα της, που κάποτε ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ενα βιβλίο που το εξέδωσαν στη Ρωσία οι Μπολσεβίκοι, ένα βιβλίο που πέρα απο μια μικρή ομάδα, κανείς δεν το διάβασε ποτέ. Ενα βιβλίο που η Εmily αγαπούσε. Το μόνο της βιβλίο. Φυλαγμένο για χρόνια στο συρτάρι, περιμένοντας τον άνθρωπο που θα το παραλάβει για μερικές ακόμα δεκαετίες, αυτόν που θα σεβαστεί την αξία του και το συμβολισμό του. Δεν είναι ένα τυχαίο βιβλίο. Εχει πάνω του χαραγμένη μια αξία. Στη δεύτερη σελίδα, κάτω απο τον τίτλο και το όνομα του συγγραφέα, υπάρχει μια αφιέρωση στην Εμιλυ. Και μια υπογραφή: Λέον Τρότσκι.

Συνάντησες Εμιλυ τον μεγάλο επαναστάτη; Μα βέβαια, ο άντρας της ήταν φίλος του. Τον θυμάσαι; Ναι, ήταν νέος τότε, σκέτη φωτιά, επαναστάτης. Μαζί του πολλοί άνθρωποι. Τραπέζια, χαρτιά, άλογα. Τι ακριβώς θυμάσαι; Κρατούσε στα χέρια του το βιβλίο του άντρα της, και έγραφε την αφιέρωση. Μετα την κοίταξε στα μάτια, της χαμογέλασε, την αγκάλιασε στοργικά και της είπε πως τα ποιήματα του άντρα της πάνε βαθιά στη ρωσική ψυχή, πως τον συντροφεύουν τις ώρες της περισυλλογής του. Και εσύ τι του είπες Εμιλυ; Δεν θυμάται, τάχε χαμένα. Μάλλον θα είχε κοκκινίσει. Θυμάται όμως πως μάζεψε τα φαγητά απο το τραπέζι, το πιάτο του. Πως τον κοιτούσε με δέος, με θαυμασμό, με αγάπη. Γιατί θα ελευθέρωνε τη Ρωσία..

Επιστρέφω σπίτι απο ενα διήμερο στην εξοχή. Τακτοποιώ τα πράγματα στο σπίτι, τα δώρα, τη φωτογραφική μηχανή. Κοιτάω τα γράμματα στο γραμματοκιβώτιο. Ενα σημείωμα απο την αστυνομία. “Η Εmily B. έχει μεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο, το βράδυ της Παρασκευής. Επικοινωνήστε με τον αριθμό ….”

Μοναχικιά και μόνη, η Εmily πέθανε το βράδυ της Παρασκευής ενώ εγώ άνοιγα κόκκινα γαλλικά κρασιά στις βουνοκορφές του Vermont. Καθώς έβγαινα απο το νοσοκομείο οπου πήγα να τη δώ, το μυαλό μου ξαφνικά άστραψε. Ενοιωσα μέσα μου να με διαπερνά μια σκέψη.

Η Εmily ήξερε πως θα πέθαινε. Το διαισθανόταν. Ηξερε επίσης πως θα έφευγα για το σαββατοκύριακο. Γι’ αυτό χτυπούσε με το μπαστουνάκι της την πόρτα. Να με δεί, να με προλάβει. Για να μου δώσει το βιβλίο. Το μοναδικό κειμήλιο της μακράς και θλιβερής ζωής της. Διάλεξε εμένα να της το φυλάξω. Εμένα εμπιστεύτηκε να δώσει το μόνο αντικείμενο που για κείνη είχε αξία. Εμένα εμπιστεύτηκε η Εmily για να το προστατεύσω.

Θεέ μου τι τιμή! Τι υπέροχο και πολύτιμο δώρο τώρα που πλησιάζουν οι μέρες των Χριστουγέννων! Τι χαρά να έρθουν σε μένα τα ποιήματα του νεαρού ποιητή, το κιτρινισμένο κειμήλιο. Απο την εποχή της μεγάλης επανάστασης.

Δεν ξέρω ρωσικά να το διαβάσω. Σίγουρα όμως δεν θα το πουλήσω. Αυτό μάλλον θα ήθελε και η Εμιλυ. Θα το κρατησω τυλιγμένο στο μαντήλι, θα το προστατεύσω. Μέχρι και εγώ να γεράσω. Και τότε, θα βρώ και εγώ κάποιον έμπιστο, και αφου του σφίξω το χέρι, γέρος πιά, θα του το παραδώσω. ..

Από μια γλυκιά ανάμνηση

Χριστούγεννα 1993

Wednesday, December 12, 2007

Xρήστος Γιανναράς

Ενδιαφέρομαι για τη γνώμη σας για τον κύριο Χρήστο Γιανναρά.

Νομίζω πως τον γνωρίζετε. Είναι καθηγητής της Παντείου σχολής, αρθρογραφεί στην κυριακάτική Καθημερινή στη στήλη "Επιφυλλίδες", έχει σπουδάσει Θεολογία και Φιλοσοφία στη Γερμανία και Γαλλία, και εχει συγγράψει σωρεία φιλοσοφικών και άλλων βιβλίων.

Τον γνώρισα κάποτε απο κοντά στην Αμερική στα πλαίσια μιας επίσκεψής του εδώ, και μιας ανοιχτής συζήτησης προς ένα μικτό γενικά κοινό (φοιτητικό και μή). Μαζί του ήταν και ο κ. Παπαχελάς, διευθυντής νομίζω της Καθημερινής σήμερα, και μερικοί άλλοι. Η συζήτηση ήταν γενικής θεματολογίας. Το πάνελ δεχόταν ερωτήσεις απο το κοινό, και απαντούσε.

Στο τέλος της συζήτησης, μαζί με μια ομάδα φίλων, είχαμε μια σύντομη συζήτηση με τον κύριο Γιανναρά. Ηταν πολύ ευγενικός και πρόσχαρος. Ηθελα να μάθω γιατί στην αθρογραφία του καταφέρεται συνεχώς κατα της Δύσης, υπερασπίστηκα τον Αδαμάντιο Κοραή που ο κύριος Γιανναράς κατηγορεί για την εισαγωγή της Καθαρεύσας στην Ελλάδα, τον ρώτησα τι εννοεί με τον όρο “αναβίωση της Βυζαντινής αισθητικής” σαν μόνη ελληνική πολιτιστική αντιπρόταση, γιατί γράφει τόσο δύσκολα ελληνικά στα φιλοσοφικά του βιβλία. Οι απαντήσεις του ήταν άψογα δομημένες, σε υπέροχα ελληνικά, με ιστορικές και φιλοσοφικές αναφορές. Και ευγενικές.

Η συνάντηση έγινε σε εναν ιδιαίτερο χώρο, την Ελληνική Θεολογική Σχολή Βοστώνης, ένα μέρος άγνωστο στους περισότερους Ελληνες – (δεν έχω δεί ποτέ ούτε ένα άρθρο για αυτό, ένα μέρος που, θα ήθελα να παρουσιάσω σε κάποιο προσεχές πόστ). Ανέφερε ο κύριος Γιανναράς (στο ελληνοαμερικανικό κοινό), οτι στην Αμερική υπάρχει η εκκλησιαστική, παιδαγωγική και οικονομική υποδομή για ανάπτυξη ελληνικής ορθόδοξης παιδείας. Θεώρησα πως μάλλον κάνει λάθος. Τίποτα τέτοιο δεν υπάρχει. Η εικόνα εξαπατά. Μιλούσα με βιωματική πείρα. Εκείνος με τις εντυπώσεις του ορθόδοξου που ψάχνει κοιτίδες ανάπτυξης στο εξωτερικό. Προφανώς η ελληνική εκκλησία της Αμερικής έκανε καλή εντύπωση στον συμπαθή καθηγητή. Είχα τις αντιρρήσεις μου.

Μέσα απο την αθρογραφία του, ο κύριος Γιανναράς απλώνει μια δύσκολη και πολύπτυχη θεματολογία. Κριτικές για την πολιτιστική παρακμή της Ελλάδας. Για τον αμοραλισμό των τελευταίων 25 χρόνων. Για την έλλειψη πολιτικού λόγου στην ελλάδα. Για τις πολλαπλές πολιτικές και εθνικές ταπεινώσεις των τελευταίων χρόνων. Για την έλλειψη έργου της Ελληνικής Εκκλησίας. Για τον ηδονική αποχαύνωση της νεοελληνικής κοινωνίας. Γραμμένα σε όμορφα ελληνικά, ελληνικά της αρχοντιάς.

Εχω στην κατοχή μου μερικά βιβλία του. Μερικά είναι συλλογές επιφυλλίδων, αρθρων που κατα καιρούς έγραψε στις εφημερίδες. Το “Ρητό και Αρρητο”, ενα δύσκολο φιλοσοφικό βιβλίο, που μάλλον προυποθέτει φιλοσοφική παιδεία. Δεν το τελείωσα ποτέ. Το “Καταφύγιο Ιδεών”, ενα υπέροχο αυτοβιογραφικό βιβλίο, που με συγκόνισε. Μου αποκάλυψε το σχέδιο “Προτεσταντοποίησης” της ελληνικής κοινωνίας, κάτι που δεν είχα υποψιαστεί ποτέ. Βιβλίο όμορφο, βιβλίο προσωπικής εμπειρίας του καθηγητή, κατάθεση ψυχής.

Ανήκει λένε στο κίνημα των νεοορθοδόξων. Ενα κίνημα που αναμιγνύει τη θρησκεία και την πολιτική. Που περιέχει υπέρογκο εθνικισμό και βυζαντική νοσταλγία. Πολέμιος της Δύσης για την δημιουργία του ελληνικού κράτους πάνω σε δυτικές δομές.

Δεν συμφωνώ μαζί του σε πολλά. Αλλά με έλκει ο λόγος του. Οι "Επιφυλλίδες" είναι το πρώτο άρθρο που διαβάζω στην Κυριακάτική Καθημερινή. Πολέμιο, αισθησιακό κείμενο, με σαφή θέση στη διαγνωστική των προβλημάτων, αλλά όχι πάντα με σαφή αντιπρόταση.

Ενδιαφέρομαι για τη γνώμη σας.

--------------------------------------
Χρήστος Γιανναράς - Wikipedia
--------------------------------------

Sunday, December 2, 2007

Συντρίψτε τους τρομοκράτες


Oκτακόσια με εννιακόσια άτομα είναι η ομάδα των τραμπούκων που διαλύει την Αθήνα, δήλωσε ο πρών υπουργός δημόσιας τάξης κ. Πολύδωρας. Και είναι γνωστοί στην αστυνομία. Είναι η ίδια ομάδα που καταστρέφει γήπεδα, μαγαζιά, πανεπιστήμια. Το υπουργείο δημόσιας τάξης τους γνωρίζει. Αυτά απο στόματος υπουργού, που όσα κι’ αν λέγονται περι της ευφυίας του, μόνον βλάκας δεν είναι. Δεν μπορεί να είναι βλάκας. Είναι υπουργός. Γραφικός ίσως, αλλά όχι βλάκας.

Αποτυχημένος υπουργός. Διότι ενώ ξέρει τους τρομοκράτες που διαλύουν την Ελλάδα, δεν τους έχει ακόμα συλλάβει. Δεν έχει κάν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να τους εκθειάσει. Να μας πεί γιατί δεν έχει ακόμα φτιάξει ικανή δικογραφία που να οδηγεί στη σύλληψη και τιμωρία τους. Γιατί δεν υπάρχει ιστοσελίδα συλλογής πληροφοριών στην Ελλάδα, που να αναφέρεται σε εγκλήματα, βομβισμούς, και άλλα ποινικά αδικήματα του παρελθόντος. Οπως το FBI.

Θυμάστε τον κ. Γιαννόπουλο, υπερήφανο αντάρτη του ΕΛΑΣ; Πρώτος στα πανηγύρια και στους χορούς, πρώτος στο χαβαλέ, στα ανέκδοτα, στις εξυπνακίστικες ατάκες. Οχι, ούτε αυτός ήταν βλάκας. Γραφικός ναι, αλλά όχι βλάκας. Ηταν υπουργός. Οι υπουργοί δεν είναι βλάκες. Αποτυχημένος υπουργός. Προκάτοχος του κυρίου Χρυσοχοίδη. Οπως όλη η κυβέρνηση των σοσιαλιστών. Διορισμένος απο το ΠΑΣΟΚ για να κάνει χαβαλέ.

Ο μόνος άνθρωπος που έκανε κάτι για τη δημόσια ασφάλεια αυτής της χώρας, ήταν ο κύριος Μιχάλης Χρυσοχοίδης. Ανήκει σε ενα λαικιστικό κόμμα, που προσωπικά αντιπαθώ, αλλά είδα στο προσωπό του αγωνία, σοβαρότητα, προσπάθεια. Να συλληφθούν οι τρομοκράτες της 17Ν. Να μην διασυρθεί η χώρα διεθνώς, εν μέσω Ολυμπιακών Αγώνων. Και εγώ ο μετανάστης, ο ελληνας της διασποράς, το αμερικανάκι, να εύχομαι το ίδιο. Γιατί έστελνα αμερικανούς φίλους στην Ελλάδα, της οποίας την εικόνα είχα εσκεμμένα ανεβάσει,και ήθελα να περάσουν καλά, να δουν την ελληνική φιλοξενία, το φωτεινό ελληνικό τοπίο, τη γαλάζια θάλασσα.

Θυμάμαι μια συνέντευξη του κ. Χρυσοχοίδη. Οταν ανέλαβε υπουργός ζήτησε απο τους μανατζερς του υπουργείου του να του δώσουν το οργανόγραμμα της υπηρεσίας. Του είπαν πως τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε. Ρώτησε ποιό είναι το αντικείμενο εργασίας των ανθρώπων που στελεχώνουν την υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια του έλληνα πολίτη. Του είπαν πως τέτοια καταγραφή δεν έχει ακόμα γίνει. Ζήτησε να μάθει ποιό είναι το παρών σύστημα συλλογής, καταγραφής και επεξεργασίας πληροφοριών. Του είπαν πως το παρών σύστημα θυμίζει μπακάλικο, δεν έχει ακόμα αυτοματοποιηθεί. Ρώτησε με ποιά μεθοδολογία η αστυνομία προσεγγίζει ενα έγκλημα, μια τρομοκρατική ενέργεια. Δεν υπήρχε μεθοδολογία. Απλά υπήρχαν αστυνόμοι-δημόσιοι υπάλληλοι. Ρώτησε αν υπάρχουν ειδικά εκπαιδευμένα γκρούπ για περιπτώσεις καταλήψεων, ομηρίας, τρομοκρατικών ενεργειών. Και βέβαια δεν υπήρχαν. Κώδικας συμπεριφοράς και δεοντολογίας; Σίγουρα θα αστιεύεστε.

Ρώτησε να μάθει ποιά είναι η παρούσα συνεγρασία με τις ξένες υπηρεσίες πληροφοριών της Ευρώπης και της Αμερικής. Καμμία, του απάντησαν. Τα τελευταία 26 χρόνια, κανένας έλληνας υπουργός δημόσιας τάξης δεν έχει ζητήσει τη συνεργασία αλλων υπηρεσιών. Κανείς δεν έφτιαξε ενα σχέδιο για το τί συστήματα πληροφορικής και εκπαίδευσης χρειάζεται η υπηρεσία. Δεν υπάρχουν πουθενά καταγραμμένοι στόχοι υπηρεσίας. Πουθενά σύστημα συλλογής επεξεργασίας και ανάλυσης δακτυλικών αποτυπωμάτων, πουθενά συσχετισμός και σύγκριση δεδομένων απο πολλαπλές βάσεις πληροφοριών. Και φυσικά η ανάρτηση ιστοσελίδων για συλλογή πληροφοριών απο το κόσμο, είναι αδιανόητη, καθότι κάτι τέτοιο στην Ελλάδα θεωρείται ρουφιανιά. Και με τί ασχολουνται όλοι αυτοί; ρώτησε ο υπουργός. Με τίποτα, ήρθε η σιωπηλή απάντηση.

Ο κύριος Χρυσοχοίδης έβαλε ενα σοβαρό πρόγραμμα σε εφαρμογή. Συστήματα πληροφοριών, οργανόγραμμα, σχέδια εκπαίδευσης, συνεργασία με τους ξένους. Ταξίδευσε μάλιστα και στη Γαλλία, οπου τον πληροφόρησαν πως δεν είχαν συναντήσει ποτέ έλληνα υπουργό δημόσιας τάξης. Δούλεψε σκληρά, και συνετά. Στη συνείδηση του ελληνικού λαού, απέκτησε σεβασμό. Ο χαβαλές τελείωσε.

Οταν δολοφονήθηκε ο Σαντερς στην Ελλάδα, η Αγγλία θύμωσε. Θύμωσε πολύ. Η Αγγλία ξέρετε είναι πολύ σοβαρή χώρα. Οργανωμένη. Και καθώς οι σοσιαλιστικοί χαβαλέδες βρέθηκαν σε ισχυρή πίεση λόγω Ολυμπιακών Αγώνων, άφησαν τους Εγγλέζους να μπούν στην Ελλάδα και να αλωνήσουν. Οι Αγγλοι έκαναν μερικές απλές σκέψεις που ο κύριος Γιαννόπουλος και οι προκάτοχοί του απέφευγαν να κάνουν. Πως στη μικρή κοινωνία της Ελλάδας, άν κατεβείς μια βόλτα στο καφενείο, τα μαθαίνεις όλα. Και αυτό έκαναν. Μάζεψαν παλιούς αντιεξουσιαστές, συνταξιούχους, και τους ρώτησαν τί ομάδες πέρασαν απο τα στέκια τους. Και εκείνοι τους είπαν τα πάντα. Να και τα ονόματα, νά και τα φυλλάδια που μοιράζονταν πριν είκοσι χρόνια.

Απαίτησαν οι Εγγλέζοι να συλλέξουν οι ίδιοι τα αποτυπώματα απο το χώρο εγκλήματος του Σαντερς. Απαίτησαν να αναρτηθεί φωτογραφία του Ξηρού στο ιντερνετ. Η ελληνική αστυνομία αντιστάθηκε. Η ρουφιανιά, ξέρετε...δεν γίνεται.. Οι Εγγλέζοι τους αγνόησαν. Προσβλητικά. Οργάνωσαν μέσω της κυρίας Σαντερς εκστρατεία υπέρ των θυμάτων, κάτι που δεν είχε γινει ποτέ μέχρι τοτε στην Ελλάδα. Οι σοσιαλιστικοί χαβαλέδες της ελληνικής κυβέρνησης ενέδωσαν λόγω διεθνούς πίεσης. Οταν άκουσαν οτι η Αμερική θα εγείρει πολιτικό θέμα για τους 80 ανεξιχνίαστους βομβισμούς αμερικανικών υπηρεσιών και εταιρειών στην Ελλάδα που έγιναν τα τελευταία 3 χρόνια, ανησύχησαν. Εκαναν λοιπόν στην άκρη.

Οι έλληνες πολίτες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των θυμάτων της 17Ν. Εγινε μάλιστα και διαδήλώση υπέρ των, αν δεν κάνω λάθος. Για πρώτη φορά. Η αξιοπρεπέστατη κυρία Σαντερς δεν κατηγόρησε ποτέ την Ελλάδα. Τηλεφωνήματα πολιτών οδήγησαν στις γιάφκες της Πάτμου και Δαμάρεως. Στο ξεκαθάρισμα της 17Ν. Συστήματα παρακολουθησης μπήκαν παντού. Οι σοσιαλιστές κυβερνητικοί εκπρόσωποι δεν έβγαλαν τσιμουδιά. Το βούλωσαν και έκατσαν στην άκρη. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες διεξάχθησαν με επιτυχία. Δέχτηκα και εγώ στην Αμερική χαρούμενους τους φίλους που είχα στείλει στην Ελλάδα. Ολο καλά λόγια.

Μετα τους ολυμπιακούς, ο κ. Σημίτης απεμάκρυνε τον κύριο Χρυσοχοίδη απο το υπουργείο δημόσιας τάξης. Είδε πως ήταν αγαπητός στον κόσμο, και έτσι τον έκανε «Λαλιώτη»! Πήρε εναν αξιο άνθρωπο απο εκεί που δούλευε αποτελεσματικά, και τον έκανε γραφειοκράτη.

Και νάμαστε στο σήμερα. Σήμερα κυβερνά η ΝΔ. Περάσαμε και το θέμα των υποκλοπών. Ο τότε υπουργός κύριος Βουλγαράκης έδωσε συνέντευξη 3 ωρών πάνω στο θέμα! Τριών ωρών! Δεν ήταν εδώ οι Εγγλέζοι να του πούν πως κάτι τέτοιο είναι στρατηγικά λάθος και σαφέστατα ηλίθιο. Τρείς ώρες συνέντευξη, κατηγορώντας τους Αμερικανούς. Ο κύριος Καραμανλής δεν τον καρατόμησε. Η συνέχεια του δημόσιου εξευτελισμού του κυρίου Βουλγαράκη ήρθε όταν έβαλαν βόμβα στο οικογενειακό του αυτοκίνητο. Ποιοί; Οι εννιακόσιοι που λέγαμε στη αρχή του κειμένου. Ο κύριος Βουλγαράκης, δυστυχώς, είναι ακόμα υπουργός.

Βιώνουμε σήμερα την πλήρη κατάρρευση της δημόσιας ασφάλειας στην Ελλάδα. Σε αργό ρυθμό. Τόσο αργό που πολλοί δεν την βλέπουμε. Τόσο αργό που δεν υπάρχει ακόμα κοινωνική αντίδραση, αξίωση ασφάλειας και δικαιοσύνης. Τόσο αργή που έχουμε ακόμα μείνει στο «διάλογο». Τη στιγμή που η λύση απαιτεί ωμή νομική και στρατιωτική επέμβαση, εμείς εθελοτυφλούμε. Ανακαλύψαμε τα Ζωνιανά και εκπλαγήκαμε που μερικοί άνθρωποι κρατούσαν όμηρο ένα ολόκληρο νησί. Είδαμε ραντεβού τραμπούκων για αιματηρές συγκρούσεις στη Παιανία, καταστροφές πανεπιστημίων, εργαστηρίων, καταλήψεις σχολείων απο ανήλικους, άφθονες καθημερινές ληστείες. Οι συλληφθέντες κάτοχοι ναρκωτικών και ληστές, συγγενικά πρόσωπα πολιτικών του Συνασπισμού, αποκρύπτονται απο τη γνώση του ελληνικού λαού. Οι μαφιόζοι των ΠΑΕ, αλωνίζουν. Οι προστασίες στα νυχτερινά κέντρα, το εμπόριο γυναικών, τα ναρκωτικά σε έξαρση. Οι «πέντε νταβατζήδες» που κυβερνούν την Ελλάδα, μάλλον έχουν αυξηθεί.

Και πίσω απο όλα αυτά, μια άβουλη κυβέρνηση. Που φοβάται μην τυχόν και χαρακτηριστεί δεξιά, γιατί φοβάται την Αλέκα. Ενας αβουλος πρωθυπουργός. Καθώς σιγά σιγά ο βουβός ελληνικός λαός αρχίζει να αντιλαμβάνεται το μέγεθος της απάτης εναντίον των συμφερόντων του, βλέπω εξελίξεις. Λογικό είναι. Αν η κυβέρνηση δεν τσακίσει τους εννιακόσιους τρομοκράτες εδώ και τώρα, αργα ή γρήγορα οι καπιταλιστικές δομές της ελληνικής κοινωνίας θα αντιδράσουν έντονα. Στην αρχή μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα φύγει προς περιοχές πιό ιδιωτικές, αφήνοντας πίσω του διάφορα θλιβερά γκέτο.

Στη συνέχεια, αυτό το παραγωγικό, ευκατάστατο και σοβαρό μέρος της ελληνικής κοινωνίας, θα εισαγάγει βία στον προστατευτισμό του. Ενοπλοι σεκουριτάδες θα μπουν στη ζωή της καθημερινότητας. Η δημόσια παιδεία του δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου θα φτάσει τα αντίστοιχα αμερικανικά χαρακτηριστικά, με ανιχνευτές μετάλλων στα σχολεία, και αστυνομία στο προαύλιο. Ενοπλοι θα φυλάνε τράπεζες, ακόμα και γκαράζ αυτοκινήτων, όπως στη Βενεζουέλα. Με τον καιρό, η δημόσια παιδεία θα εγκαταλειφθεί εντελώς, και ιδιωτικοί σεκουριτάδες θα πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο. Οι κάτοικοι των πλουσίων περιοχών θα χρηματοδοτήσουν τη δική τους προστασία κλείνοντας σε πρόσβαση τις περιοχές τους. Δεν θα αργήσουν βέβαια και οι κάποιες απαγωγές αλά Κολομβία. Οι εννιακόσιοι τρομοκράτες, θα γίνουν χίλιοι, και οι χίλιοι δέκα χιλιάδες.

Πως τα ξέρω όλα αυτά; Εγιναν και αλλού. Υπάρχει βέβαια ακόμα καιρός να λυθούν όλα αυτά. Δεν ξέρω πόσος. Κρούω πάντως τον κώδωνα του κινδύνου...

------------------------------------------------------
Πείτε μου πως τα παραλέω. Πως έχω αποκοπεί απο την ελληνική πραγματικότητα. Πως είμαι ακραίος στην έκφραση και αντίληψή μου. Ειλικρινά θά χαρώ...

Συντρίψτε τους τρομοκράτες Ανδρέας Ανδριανόπουλος

------------------------------------------------------

Monday, November 26, 2007

Μάνος Χατζιδάκης


Η μητέρα τρέχει στο δωμάτιό μου γεμάτη χαρά. Με πιάνει απ’ το χέρι και μου μιλάει ψιθυριστά. «Ελα μέσα, έχει στη τηλεόραση τον Μάνο Χατζιδάκη. Γράφει ένα τραγούδι».

Καινούργια η τηλεόραση στην Ελλάδα. Υπολειτουργεί, και εκπέμπει μια μαγία που γίνεται αισθητή παντού στην επαρχία. Το κράτος των Αθηνών στο σπίτι μας. Ο κόσμος όλος στο γυαλί. Η είσοδος στον κόσμο. Στην οθόνη της ασπόμαυρης τηλεόρασης, μια παρέα μιλάει και γελάει. Πέντε άτομα γύρω απο ένα τραπέζι, παντού χαρτιά, καφέδες.

Ο κύριος στο κέντρο είναι ο Μάνος Χατζιδάκης. Σκούρο πλατύ σακκάκι, ανοιχτό πουκάμισο. Καπνίζει. Δίπλα του μερικοί φίλοι. Ο Νίκος Γκάτσος. Συζητούν κάποιο θέμα με κέντρο τη ζωή της γειτονιάς. Μέσα στους απλούς ανθρώπους που περπατούν στο δρόμο, στο ντύσιμό τους, στίς συνήθειες και το ύφος τους, υπάρχει μια αισθητική, λέει ο κύριος Χατζιδάκης. Αυτή θέλει να συλλάβει, και να την κάνει μουσική.

«Η αρχική έμπνευση, το θέμα. Η νοητή σύλληψη μιας ιδέας που θα αποδωθεί σαν τέχνη. Το έναυσμα». «Υπάρχει αυτή η αισθητική εδώ στη γειτονιά;» ρωτάει ο δημοσιογράφος. «Υπάρχει παντού», απαντάει ο κύριος Χατζιδάκης. «Στα σπίτια του δρόμου, στα δέντρα του πεζοδρομίου, στην απέναντι ταβέρνα. Στους ανθρώπους που σταματούν για να χαζέψουν μια βιτρίνα. Στην εκκλησία και τα μυστήρια. Στη λαχαναγορά, με τους χωρατατζήδες, τους αργόσχολους, τους εμποράδες και τους αλητήριους. Στην όμορφη κοκέτα της γειτονιάς που στολίστηκε για να κατεβεί στο φούρνο για ψωμί. Στα πλοία που είναι δεμένα στο λιμάνι».

Η μητέρα φαίνεται γοητευμένη. Στα μάτια της βαθιά, μια μεγάλη αγάπη για τον μουσουργό της εκπομπής. Παρακολουθεί την εξέλιξη της συζήτησης με περίσιο ενδιαφέρον. Παρακολουθώ και εγώ σιωπηλός, χωρίς να καταλαβαίνω απόλυτα. Θέλω να μάθω και να δώ. Ο κύριος Χατζιδάκης συνεχίζει.

«Κρατώ την έμπνευση στο μυαλο μου, όσο μπορώ. Ψάχνω μια μελωδία. Την επεξεργάζομαι στο πιάνο. Ωρες ατέλειωτες. Μέχρι που μελωδία και θεματική να ταυτιστούν απόλυτα. Σαν ενα καλοραμμένο φόρεμα στο κορμί μιας όμορφης γυναίκας. Σαν εραστές που σμίγουν ερωτικά». Μια τέτοια έμπνευση «δουλεύουν» τώρα στην εκπομπή. Μια πρόχειρη μελωδία, άπαιχτη, άσμίλευτη, που κάποια στιγμή θα γίνει τραγούδι. «Και που βρίσκεται αυτή η μελωδία τώρα;» ρωτάει ο δημοσιογράφος. Προφανώς περιμένει τον μουσουργό να του μιλήσει για παρτιτούρες και μουσικά σημειωματάρια. «Την έχω γράψει στο πακέτο με τα τσιγάρα», απαντά ο συνθέτης.

Οι Κυριακές στο σπίτι είχαν πάντα μια επισημότητα. Καλά ρούχα και επισκέψεις. Μυρωδιές απο κουλουράκια και γιουβέτσι. Καλογιαλισμένα κρασιά και σιδερωμένα τραπεζομάντηλα. Ο χώρος της νιότης μου. Και πάνω απ’ όλα αυτά, σαν απαραίτητη μουσική υπόκρουση, σαν απόλυτη προυπόθεση ζωής, η μουσική του Μάνου. Στη δισκοθήκη της οικογένειας, οι δίσκοι με το βινύλιο ήταν όμορφα τακτοποιημένοι σε ένα ειδικό χώρο. Και σαν έκρηξη ηφαιστείου, η αισθητική του σπιτιού άλλάζε τις Κυριακές, καθώς η μητέρα έβαζε τις μελωδικές δημιουργίες του μουσουργού της στο μικρό οικογενειακό πικ-άπ. Γέμιζε το σπίτι με τη μουσική του Μάνου.

Σε κάθε γωνιά του σπιτιού, στο ψηλοτάβανο οικογενειακό μας στέκι, στην γραφική οδό Βαλτινού, με τα πέτρινα σπίτια, τις αυλές και τα μπαλκόνια, υπήρχε η μουσική παρουσία του κυρίου Χατζιδάκη. Τα “Tραγούδια της οδού Αθηνάς”, “Ο Μεγάλος Ερωτικός», «Η Οδός Ονείρων». Ειδικά «Η Οδός Ονείρων». Ακόμα και τώρα, τη νοιώθω μέσα μου βαθιά να μου θυμίζει τις Κυριακές. Είναι μια μελωδία που σέρνει μαζί της φωτογραφικούς συνειρμούς ανθρώπων της νιότης μου, το ψηλοτάβανο σαλόνι του σπιτιού με τον πολυέλαιο, τα κεντητά κάδρα, τα ασημικά και τη βιβλιοθήκη.

Αγαπώ τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκη. Οι μελωδίες του με συγκλονίζουν. Αγαπώ τα λυπητερά μινόρε του, τη κιθάρα που σιγοντάρει, τα πνευστά που ανεβοκατεβαίνουν ξεχωριστά τους μουσικούς δρόμους για να ενωθούν στο τέλος, το μαντολίνο που ξεχωρίζει στα έγχορδα. Οταν παιδί έτρεχα την ανηφόρα της γειτονιάς για να επισκεφθώ το δάσκαλο μουσικής που με έστελναν οι γονείς μου, τον Μάνο είχα στο μυαλό μου. Πως να του μοιάσω. Οχι πως τότε τον καταλάβαινα απόλυτα. Ηθελα όμως να γράψω μια μέρα κι’ εγώ ένα τραγούδι, έτσι απλά, όπως κι’ αυτός, σε κάποιο πρόχειρο χαρτί, σ’ ενα κουτί τσιγάρα. Χαραγμένη η εικόνα βαθιά στο θυμικό μου. Ακους εκεί να γράφει τραγούδι στο πακέτο με τα τσιγάρα!

Χρόνια πολλά πέρασαν απο τότε, πόλεις καινούργιες απο τα μάτια μου, άνθρωποι απο τη ψυχή μου. Μα η μουσική του Μάνου μου έμεινε, λάφυρο μοναδικό, ενα καταφύγιο οπου προσφεύγω τις στιγμές τις απόλυτης ανάγκης για να αδειάσω τη ψυχή μου. Καθώς μεγάλωνα, έμαθα τα πάντα για το συνθέτη. Είδα τη ζωή του, διάβασα τίς σκέψεις του.

Ωριμος πια αναρωτήθηκα από που αντλούσε την εμπνευσή του.
Απο πού ορμώμενος κύριε Χατζιδάκη συλλαμβάνετε την περίφημη «αισθητική» της γειτονιάς; Τι βιβλία διαβάσατε, πού ταξιδέψατε, με ποιούς κάνατε παρέα; Η μήπως όλα αυτά ήταν έμφυτα, ανεξήγητα και μυστηριώδη; Μήπως ήταν η ομοφιλοφιλία που διόγκωνε την ευαισθησία, το έντονο ερωτικό στοιχείο, ο έρωτας; Μήπως ήταν η παρέα, οι καφέδες στα πατάρια των ζαχαροπλαστείων, το ποιητικό ραντεβού σας με τον Νίκο Γκάτσο;

Στο ευρύχωρο σαλόνι του σπιτιού μου, οι φίλοι παίρνουν θέση. Κυριακή πρωί. Τέσσερα όργανα, πιάνο, τζουράς, κιθάρα και ακκορντεόν. Στο έναυσμα της έναρξης, η μελωδία ξεχύνεται γλυκιά και γεμίζει το σπίτι. Το μικρό μουσικό μας σχήμα είναι ιερό. Αναβιώνει τη μουσική του Μάνου σε μια άλλή περίοδο. Η «Η Οδός Ονείρων» της οδού Βαλτινού, αναπαράγεται τώρα σε κάποια οδό της Αμερικής. Οι πρωταγωνιστές παράγουν εδώ, κάθε Κυριακή, το δικό τους ζαχαροπλαστείο, με καφέδες, γλυκά, σκόρπια χαρτιά, φωνές και γέλια. Φιλοσοφούν και μιλάνε για «αισθητική». Και εκεί που η παρέα ζεσταίνεται, αρχίζει το τραγούδι. Η μελωδία δημιουργεί την αίσθηση. Στο τραγούδι η Νεκταρία. Φωνή μελωδική, που ξέρει να δίνει συναίσθημα στο στίχο, να ανοιγοκλείνει σωστά τα φωνήεντα, όπως οι τραγουδίστριες του Μάνου.

Δεν τον συνάντησα ποτέ. Δεν τον είδα κάν σε μιά του συναυλία. Είχα πολλές ευκαιρίες, αλλά τις έχασα. Η μορφή του όμως, μου είναι οικεία, σαν να τον είχα φίλο και δάσκαλο. Νομίζω πως αν με συναντούσε σήμερα, θα χαιρόταν για τη μουσική μου πρόοδο. Για την καφενόβια παρέα της Κυριακής, τη σύναξη των φιλων. Για τις μουσικές συζητήσεις του club της οδού Forest. Για τη συναυλία που ετοιμάζουμε στη παλιότερη εκκλησία της Θεολογικής σχολής του Harvard, με τα σκαλιστά χειροποίητα αετώματα, τους σκοτεινους ευλαβικούς χώρους, και τους ξύλινους πάγκους. Για τους τριακόσιους εκλεκτούς προσκεκλημένους μας. Για την αγάπη γηγενών και ομογενών για τη μουσική του.

Και εγώ θα τον ρωτούσα πως γράφεται ένα τραγούδι, πως πάς μια βόλτα στην αγορά και γυρνάς πίσω με την έμπνευση στη τσέπη. Πως απεικονίζεις την αισθητική ενός ολόκληρου λαού, μιας ολόκληρης εποχής, πως περιγράφεις τη θάλασσα, την εκκλησιά, την επίσκεψη στο σπίτι, το μάγκα της λαχαναγοράς, την όμορφη κοκέτα. Τον λυγμό, τον έρωτα, και την απελπισιά. Πως συνδιάζεις τα πνευστά, τα κρουστά και τα εγχορδα. Και πάνω απο όλα, διάολε, πως χωράνε όλα αυτα σ’ ενα πακέτο απο τσιγάρα;

Κύριε Χατζιδάκη σας ευχαριστώ. Και εγώ και η παρέα μου. Ολα τα παιδιά, τα όργανα της Κυριακής, η οδός Forest. Ολος ο ελληνικός λαός, η Ελλάδα. Και φυσικά η μητέρα μου.

Πάμε πάλι παιδιά.. «Μιά Θάλασσα Πλατιά»....απο λα μινόρε...

--------------------------------------------------------------------------
Τα λόγια στα εισαγωγικά είναι δικά μου. Θυμάμαι την εκπομπή στην τηλεόραση, ήμουνα τότε παιδί 14 χρόνων. Ο διάλογος έχει ξεφτίσει στο μυαλό μου, αλλά προσπάθησα να αναπαράγω τον τρόπο έκφρασης και την αισθητική του λόγου του κυρίου Μάνου Χατζιδάκη.

Η φωτογραφία είναι απο το επίσημο web site του κ. Μάνου Χατζιδάκη.
http://www.hadjidakis.gr/homeweb.htm
--------------------------------------------------------------------------

Tuesday, November 20, 2007

Αίτηση Εργασίας - Θα υπογράφατε;


-------------------------------------------------------
Και μια και γίνεται πολύς ντόρος τις τελευταίες ημέρες για τα προσωπικά δεδομένα στην Ελλάδα, θα σας δώσω ένα τέστ. Δεν είναι βέβαια υποχρεωτικό. Αλλά για αυτό είμαι σ' αυτό το blog, για να κάνω συζήτηση.

Είναι μια αληθινή αίτηση, που ζητάει την υπογραφή σας για παράδοση προσωπικών σας δεδομένων. Σημειωτέον πως τη δουλειά σας την έχουν ήδη δώσει, απαιτείται όμως αυτή η υπογραφή.

Θα υπογράφατε;
-----------------------------------------------------
Release Form

I,_______, have applied for employment with ______ (company).

I understand that a condition of employment is verification of my full employment and education backgrounds and histories from any source and of all data provided on my resume and/or application, and completion to the satisfaction of _____ (company) of any criminal record, credit, and driver record searches.

I hereby grant authorization to the holder(s) of information relating to the above items to disclose this information at anytime to ______ (company) and/or to its authorized agent, First Adventure.

I understand that _________ (company) will use the results of its inquiry into my full employment and education backgrounds and histories from any source and all data provided by me on my resume and/or application, and of its criminal record, credit, and driver record searches, in order to confirm my suitability for employment.

Should a criminal record be identified, I authorize the holder of the criminal record information to release the following to ________ (company), First Adventure, and to myself:

(a) RECORDS OF CRIMINAL CONVICTIONS FOR WHICH A PARDON HAS NOT BEEN GRANTED, AND CONDITIONAL AND ABSOLUTE DISCHARGES WHICH HAVE NOT BEEN REMOVED FROM THE CPIC SYSTEM IN ACCORDANCE WITH THE CRIMINAL RECORDS ACT;

(b) PROHIBITED PERSON INFORMATION; WHICH IS INFORMATION RELATING TO PERSONS AGAINST WHOM AN ORDER OF PROHIBITION IS IN EFFECT WITH RESPECT TO FIREARMS, LIQUOR, DRIVING, HUNTING, ETC.;

I hereby release and forever discharge the holder(s) of information relating to the above items, First Adventure, and ________ (company), and their respective affiliated entities and all of their former, current, and future partners, directors, officers, employees, agents, successors and assigns, including those belonging to their respective affiliated entities, from any actions, claims, and demands of any kind whatsoever in any way relating to the collection, disclosure, or use of this information by the holder(s) of information relating to the above items, First Adventure or _______(company).

I further declare that the information presented on my resumé and/or application, and information provided verbally by me to _______ (company), is complete and accurate.

I understand that a false statement will disqualify me from employment and give _______ (company) cause for my dismissal if I am employed by it.

May we contact your references/HR Dept. at your current employer at this time?
• Yes • No

M or F Name:__________ (circle one)
First Name _______________
Middle Name _____________
Last Name _______________

Maiden/Previous Last Names: ________
Social Security Number: ________(Required for US Criminal Check)

Birth Date: MM______ DD______ YYYY_____

Driver’s License _____________________
(Required for Criminal Check) (Required for driver record search)

Address:__________________________
Number &Street Name City Province/State Postal/Zip Code

(USA residents only) Please list any other cities and counties where you have resided:______________________

Applicant’s Signature: _________
Date: MM_____ DD_____ YYYY ______

Witness Name: ____________Witness Signature: _________

---------------------------------------------------------

The job offers:
Salary - $120.000 / year
Βοnus(es) - $10 -$15.000 / year
Complete Medical & Dental Insurance (est. annual cost $17.000)
Brand new & fully equipped Toshiba laptop
Gym Membership - $2.000 / annual fees
Internet Allowance - $175 / month
401 k plan - 100% match (επενδυτικό αφορολόγητο πακέτο, για κάθε $ του εργαζομένου, η εταιρεία επενδύει ακόμα ένα, αφορολόγητα)
5.000 shares of stock (μετοχές τις εταιρείας)
Required International Travel - 30-50% of employment time

---------------------------------------------------------

Φίλοι bloggers, σας ακούω...

---------------------------------------------------------

UPDATE - 24 Νοεμβρίου 2007 - Σάββατο

---------------------------------------------------------

Φίλοι μου,

Εχω βεβαίως την ηθική υποχρέωση να πάρω και εγώ το «τέστ». Και θα το κάνω, αφού πρώτα κάνω μια εισαγωγή.

Επέλεξα αυτό το «τέστ» για δύο λόγους. Πρώτον για να καρπωθώ την επιχειρηματολογία σας που με ενδιαφέρει, και δεύτερον για να μπορέσω να συνεισφέρω μερικές πληροφορίες για την Αμερική, στην οποία ζώ, και έχω μια κάποια βιωματική εμπειρία.

Το «τέστ» σκοπίμως προσφέρεται λίγο άγαρμπα, δημιουργώντας μια αρνητική προδιάθεση στον συμμετέχοντα. Ο τρόπος παρουσίασης είναι τέτοιος που δημιουργεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο σκέψης, δίνοντας μεγάλη έμφαση στο δίλημμα «υπογράφεις και παίρνεις τη δουλειά, ή μένεις απέξω».

Απουσιάζουν μερικές πληροφορίες όμως, τις οπόιες σκόπίμα άφησα έξω για συζήτηση.

Μερικές λοιπόν διευκρινήσεις:

(1). – Οσο πιο ψηλά, τόσο πιο υπεύθυνα.
Μια εργασία για τη θέση ενός υπαλλήλου τραπέζης πληρώνει $15.000 το χρόνο. Ενας δάσκαλος γυμνασίου παίρνει απο 30-$50.000 το χρόνο, ανάλογα με το σχολείο. Ενας μέσος μάνατζερ μιας μεσαίας εταιρείας κυμαίνεται μεταξύ 50-$80.000. Οσο πιο υπεύθυνη η θέση, τόσο μεγαλώνουν και οι απαιτήσεις, νομικές και επαγγελματικές. Οσο πιο ψηλά ανεβαίνετε, τόσο πιο πολύ ο διαχωρισμός επαγγελματικής και προσωπικής ιδιότητας εξαφανίζεται. Ο λόγος απλός: αυξάνουν οι απαιτήσεις για την αξιοπιστία του εργαζομένου σε όλα τα επίπεδα. Ενας υποψήφιος υπάλληλος τραπέζης, για παράδειγμα, κατα πάσα πιθανότητα δεν θα αντιμετώπιζε ποτέ το δίλημμα του «τέστ».

(2). – Είδος εργασίας.
Η εν λόγω περιγραφή εργασίας του «τέστ», δεν αναφέρει περί τίνους δουλειά πρόκειται. Και αυτό είναι σημαντικό. Πρόκειται για την εργασία ενός Financial Database Administrator, ενός ανθρώπου που είναι υπεύθυνος για την αποθήκευση, κατανομή, διατήρηση και προστασία των προσωπικών δεδομένων 5 εκαττομυρίων επενδυτών μιας εταιρείας που χειρίζεται 160 δισεκαττομύρια δολλάρια.

(3). – Εργασιακές δυναμικές
Στις εργασιακές δομές και δυναμικές της Αμερικής, το εν λόγω «τέστ», δεν δίνεται μόνον απο εταιρείες. Είναι δημοφιλέστατο και μεταξύ των πολιτών. Απλοί πελάτες, μπορούν ανα πάσα στιγμή να απαιτήσουν απο τον ελεύθερο επαγγελματία πληροφορίες για το οικονομικό ιστορικό του, ποινικό μητρώο, κλπ. Δεν εξαιρείται κανείς. Γονείς μπορούν να τσεκάρουν το μητρώο μιας οικιακής βοηθού. Ενας πελάτης μπορεί να ζητήσει απο τον αρχιτέκτονά του, ό,τι μπορεί να συνιστά ενα ολοκληρωμένο ιστορικό εργασίας και συμπεριφοράς. Οι ορκωτοί λογιστές των ΗΠΑ, οι πιλότοι, και όσοι δουλεύουν σε κρατικές υπηρεσίες, οικονομικές δοσοληψίες, και προσωπικούς ρόλους (οικιακοί βοηθοί, γιατροί, νοσοκόμες, κλπ), έχουν υπογράψει πολυ χειρότερα συμφωνητικά απο το μικρό αυτό τεστάκι.

(4). – Προσωπική εμπειρία (και επιχειρηματολογία)
Τέλος, μια υπεύθυνη δήλωση στηριγμένη στην προσωπική μου εμπειρία. Χωρίς να θεωρώ τίποτα τέλειο, και έχοντας μια εργασιακή πείρα 15 χρόνων σε μεγάλες πολυεθνικές, αλλά και πολυ μικρές εταιρείες, και δουλεύοντας πια σαν ελεύθερος επαγγελματίας, θεωρώ τις ΗΠΑ σαν την πιό δίκαια, τίμια και αξιοκρατική αγορά εργασίας στον κόσμο.

Οι εμπεδωμένες δυναμικές του αμερικανικού εργασιακού συστήματος είναι πια τέτοιες, που η τιμιότητα θεωρείται απαραίτητο προσόν εργασίας. Το χτίσιμο της προσωπικής αξιοπιστίας έχει, και απαιτείται να έχει μεγάλη προεραιότητα στη ζωή κάποιου που επιθυμεί να προοδεύσει. Η ηθική συμπεριφοράς, συμπεριλαμβάνεται στη θεματική ύλη όλων των Αμερικανικών πανεπιστημίων.

Συγχρόνως, ο εργατικός νόμος είναι σκληρός και αμίληκτος. Με τεράστιες νομοθετικές διατάξεις για τα δικαιώματα του εργαζομένου, ο εργατικός νόμος (labor law), μεριμνά για εργατικά ατυχήματα, αντιδικίες, υποθέσεις άνισης ή άδικης πληρωμής, σεξουαλική παρενόχληση, κλπ.

Στις διατάξεις των εταιρειών, συνήθως υπάρχει και κείμενο με κώδικα δεοντολογίας που υπογράφουν όλοι. Ενδεικτικά θα αναφέρω, πως ο μέσος γιατρός στην Αμερική πληρώνει ιδιωτική ασφάλεια μέχρι και $100.000 το χρόνο, για την περίπτωση που θα μηνυθεί απο πελάτη. Η απαίτηση για τίμια συμπεριφορά είναι βαθιά εμπεδωμένη στον μέσο αμερικανό πολίτη. Δεν αποτελεί πια στρατηγική μόνον των εταιρειών. Αποτελεί απαίτηση του μέσου πολίτη που θα συναντήσετε στο δρόμο. Η αγγλοσαξωνική θρησκευτικότητα των Αμερικανών, σιγοντάρει την ηθική απαίτηση σιωπηλά. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, ο εργαζόμενος έχει πολλούς διεξόδους για απονομή δικαιοσύνης σε περίπτωση αδικίας.

Με αυτή λοιπόν την (χρήσιμη θα ήθελα να πιστεύω) εισαγωγή, επανέρχομαι για συζήτηση στα σχόλια.

Locus Publicus



Friday, November 16, 2007

Πρόσκληση σε γεύμα


Η ομάδα των αυτοκινήτων κατεβαίνει με ταχύτητα στο χωματόδρομο. Στις στροφές, φαίνεται στιγμιαία η φάλαγγα με τα μαύρα SUV Jeep, και τα φυμέ τζάμια. Σύννεφο η σκονή που σηκώνεται στο πέρασμά της. Μετά χάνεται στη στροφή και πάλι, για να ξαναφανεί ακόμα πιο εντυπωσιακή στο επόμενο άνοιγμα του δρόμου. Σε λίγα λεπτά θά βρίσκονται στο χωριό. Ολοι κοιτούν με αγωνία.

Ανοίγω μια ακόμα κρύα μπύρα. Είμαι καλά πληροφορημένος. Ξέρω τι πρόκειται να γίνει, μου είπαν οι κολομβιανοί φίλοι μου. Καθώς αναπολώ τις αφηγήσεις τους, αισθάνομαι ένα απίθανο ερέθισμα στο κορμί μου. Την αδρεναλίνη να κυλά στις φλέβες μου. Δίπλα μου βρίσκονται δύο ντόπιοι κάτοικοι του χωριού, ο Miguel και ο Victor. Ο Victor είναι ο δάσκαλος της κοινότητας. Ο Miguel ο πρόεδρος και αξιωματούχος του χωριού. Τους γνώρισα απο τρίτους, και τους εκτίμησα αμέσως. Θα έλεγα πως τους αγαπώ αληθινά. Είναι καλοί και φιλόξενοι άνθρωποι. Με φιλοξενούν στα σπίτια τους εκ περιτροπής.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, η κρύα μπύρα γίνεται καυτή. Η μέρα είναι ζεστή και υγρή. Σύννεφα στον ουρανό προμηνύουν καταιγίδα. Αέρας σηκώνεται ξαφνικά και αφήνει μια μακάβρια βοή καθώς ανιχνεύει το χωριό μέχρι την πεδιάδα. Στο κέντρο της πλατείας του χωριού, κάποιος τσίγγος απο μια οροφή, αρχίζει να πέρνει τούμπες στον ανοιχτό χώρο της πλατείας.

Βρίσκομαι σ’ενα μικρό, όμορφο και άσημο χωριό της Κολομβίας. Κάτοικοι περίπου 700. Καλιεργητές. Ζούν εδώ γενιά προς γενιά ζώντας απο τα δώρα της γής που καλλιεργούν με κόπο. Ανθρωποι της γής, του κάματου, που δεν ξέρουν απο πόλη, θόρυβο και πολυκοσμία. Στα χαμηλά τους σπίτια, υπάρχει πηγάδι για νερό, εξωτερικός φούρνος, καντήλι που σιγοκαίει το βράδι. Και ζώα. Αγελάδες, κότες, σκυλιά, γάτες. Κήποι με ντομάτες, καλάμπόκια και άλλα κηπευτικά. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους εχουν χαρακιές, σημάδια της φύσης και της ζωής στην ύπαιθρο.

Ο Victor με καθησυχάζει. Να μην ανησυχώ. Ο,τι δώ είναι καθαρά ντόπια υπόθεση. Αστυνομία δεν υπάρχει στο χωριό, ούτε και έρχεται ποτέ. Το διπλανό μεγαλοχώρι έχει αστυνομία, αλλά μάλλον τους αγνοεί επιμελώς. Είμαστε μόνοι. Ολα θα πάνε καλά.

Η φάλαγγα των SUV πλησιάζει. Εχουν πάρει τώρα θέση στη πλατεία, σχεδόν όλοι οι άντρες του χωριού. Ολοι τους όρθιοι να περιμένουν τους επισκέπτες. Σε κάποια μόνον γωνία, στη σκιά του καφενείου, έχουν στρώσει ένα μεγάλο τραπέζι με άσπρο τραπεζομάντηλο και άδεια ποτήρια. Γύρω γύρω μια σειρά με ψάθινες καρέκλες. Εκεί θα καθήσουν οι αναμενόμενοι επισκέπτες. Για την περίπτωση, ο Miguel εχει ετοιμάσει και κάποιο μικρό λόγο για το καλωσώρισμα. Εχει σκηνοθετήσει τις κινήσεις του, καθώς αυτός μέσα στο μεγάλο πλήθος θα προχωρήσει μπροστά δύο βήματα και θα απλώσει το χέρι του στον αρχιεπισκέπτη. Θα τον καλωσωρίσει στο χωριό, θα τον ευχαριστήσει για τα καλά του έργα. Κατόπιν θα τον συνοδέψει στο στρωμένο τραπέζι. Θα του προσφέρει κρύο νερό. Οπως έχει κανονίσει το τραπέζι θα γεμίσει με ντόπια φαγητά, και φρούτα.


Τα SUV μπαίνουν με ταχύτητα στη πλατεία, και σκορπίζονται αριστερά και δεξιά σε μεγάλη απόσταση το ένα απ’ το αλλο. Μερικά παρκάρουν δίπλα σε τοίχους σπιτιών, άλλα στο κέντρο. Οι πόρτες ανόιγουν και απο μέσα τους ξεχύνονται στο δρόμο γυμνασμένοι άντρες με στρατιωτικά ρούχα και βαρύ αυτόματο οπλισμό. Μερικοί πιάνουν τις γωνίες. Αλλοι ανεβαίνουν στις ταράτσες των σπιτιών. Μια τρίτη ομάδα μαζευεται γύρω απο ένα αυτοκίνητο και το καλύπτει με τα σώματά της. Οπλα έτοιμα, προσοχή τεταμένη. Η πόρτα ανοίγει, ο επισκέπτης κατεβαίνει.

Πρόκειται για τον κύριο Fernando, απεσταλμένο γνωστής οικογενείας εμπόρων ναρκωτικών, μία από τις μεγαλύτερες οικογένειες παραγωγής κοκαίνης στον κόσμο. Δημιουργοί της εμπορικής ομάδας του Cali, ανταγωνιστές του αιμοσταγή ανταγωνιστή τους βαρώνου του Medellin Pablo Escobar, έχουν απλώσει το εμπόριό τους σε όλη την υφήλιο. Επίσημα τους καταζητούν οι πάντες. Η κολομβιανή κυβέρνηση και στρατός, το FBI, η Αμερική. Ανεπίσημα όμως κυκλοφορούν παντού, με συνοδεία στρατού, και αφού πρώτα ανακοινώσουν που θα βρίσκονται, έτσι ώστε η αστυνομία και ο στρατός να μην τους ενοχλεί.

Ο κύριος Fernando είναι φίλος και έμπιστος της οικογένειας. Είναι και αυτός καταζητούμενος. Λογιστής στο επάγγελμα, εκτελεί τώρα και χρέη δημοσίων σχέσεων. Είναι δεινός ρήτορας, και ασκεί διπλωματία. Ανήκει σε μιά ομάδα που έχει δημιουργήσει το ιδεολογικό υπόβαθρο που να δικαιολογεί το εμπόριο των ναρκωτικών. Γιατί υπάρχει, γιατί πρέπει να υπάρχει, και με ποιούς κανόνες θα ασκείται. Σύμφωνα με τον κύριο Fernando, η κοκαίνη είναι ο εθνικός πλούτος της Κολομβίας, και ελλείψει υπεραντλαντικών όπλων, αποτελεί και ένα είδος πυρηνικού όπλου του Τρίτου Κόσμου. Η παραγωγή κοκαίνης, επιλύει το πρόβλημα της ανεργίας, και δίνει πόρους στους narcos να ασκήσουν κοινωνική πολιτική, κάτι που οι διεφθαρμένοι πολιτικοί της Βogota δεν έχουν τη διάθεση να κάνουν. Τα έσοδα του εμπορίου ανακυκλώνουν το μόνο φρέσκο χρήμα που έρχεται στη χώρα. Σχολεία, νοσοκομεία, στάδια, όλα χτίζoνται απο τους narcos. Οι εθνικοί ευεργέτες της Κολομβίας είναι δηλαδή οι έμποροι ναρκωτικών.

Ο Miguel συνοδεύει τον προσκεκλημένο του στο τραπέζι. Ανταλάσσονται φιλοφρονήσεις και κάποιες αγκαλιές. Ο κύριος Fernando φαίνεται σε καλή διάθεση. Καθώς αναπαύεται στη ψάθινη καρέκλα, μερικοί οπλοφόροι πέρνουν θέσεις σε επίμαχα σημεία μπροστά και πίσω του. Ο Miguel αναφέρεται στο χωριό. Πως έχουν τα πράγματα, τι ανάγκες υπάρχουν, πόσα παιδιά είναι στο σχολείο, τι χρειάζεται να γίνει για να γίνει η ζωή καλλίτερη.

Το χωριό του Miguel κάνει καλλιέργια δέντρων κοκαίνης. Τα τελευταία χρόνια, οι κλασικές καλλιέργιες έχουν εγκαταλειφθεί και τα ναρκο-δεντρα πήραν τη θέση τους. Ο μέσος κάτοικος του χωριού έχει αυξήσει το εισόδημά του μέχρι και 1000%. Είναι όλοι ευχαριστημένοι, αλλά φοβούνται. Ακούνε πως η κυβέρνηση έχει βάλει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αεροψεκάσματος των φυτειών. Ολοι λένε πως η Αμερική χρηματοδοτεί την Κολομβία με χρήμα και στρατιωτικό υλικό για να εξαλείψει το εμπόριο. Ολοι τους φοβούνται. Αντάρτικες ομάδες τον έχουν πλησιάσει για προστασία. Του ζητούν λεφτά για τον προστατεύσουν απο το στρατό. Γιατί η Κολομβία δεν έχει μόνον ένα αντάρτικο. Εχει τουλάχιστον τρία. FARC και ELN αλωνίζουν την επαρχία για πλιάτσικο. Στη Βogota, οργανωμένες ομάδες πίεσης ζητούν πολιτική εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο. H oμάδα Μ19 έκανε επίθεση στο κοινοβούλιο οπου έγινε αιματοχυσία. Στην επαρχία ιδιωτικές ομάδες προστασίας οικογενειών (AUC) έχουν ήδη αρχίσει τα εγκλήματα με την ανοχή της αστυνομίας. Ο Miguel φοβάται ότι η υπόθεση θα κοστίσει σε αίμα. Ποιά είναι η γνώμη του κυρίου Fernando;

Ο κ. Fernando τον καθησυχάζει. Το εμπόριο είναι μεγάλο, λέει, υπάρχει πλούτος για όλους. Οι γκρινγκος θέλουν μόνον μερικές νίκες για να τις δείξουν στους ψηφοφόρους τους. Δεν ενδιαφέρονται για άλλου είδους διευθέτηση. Το ίδιο και η κολομβιανή κυβέρνηση. Οσο η κατάσταση μένει όπως είναι, χωρίς να πλήττει κοινωνικά την Κολομβία, το εμπόριο θα συνεχίζει να ακμάζει για όλους. Τη στιγμή αυτή, αγαπητέ Miguel, γίνονται μυστικές συζητήσεις μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων, αντάρτικών και κυβέρνησης. Στο μέλλον, όταν θα έχει νεώτερα θα τον πληροφορήσει.

Βρίσκομαι περίπου τριάντα μέτρα μακριά απο το τραπέζι, και παρατηρώ τη σκηνή με ενδιαφέρον. Παρατηρώ τον κύριο Fernando. Ντυμένος απλά, με ανοιχτόχρωμο παντελόνι και μπλέ ξεκούμπωτο πουκάμισο. Στο κεφάλι, ένα κλασικό κολομβιανό σομπρέρο. Στη ζώνη ένα πιστόλι. Τα μάτια του παίζουν, είναι πανέξυπνος. Λένε πως έχει γράψει ένα βιβλίο οπου καταγράφει όλη την ιστορία της Κολομβίας, την ξαφνική εμφάνιση του εμπορίου των ναρκωτικών, του άνομου πλούτου. Περιγράφει εκεί τα σενάρια που μπορούν να διαμορφωθούν γύρω απο το παράνομο αύτό εμπόριο, και προτείνει τρόπους διακυβερνησης και ελέγχου του εμπορίου. Πως θα μπορέσει η χώρα να κρατήσει το επικερδές της εμπόριο, να απαλλαγεί απο τις διάφορες ομάδες που το λυμαίνονται, να εξαλείψει το έγκλημα σε προσωπικό επίπεδο. Προτείνει τη δημιουργία πολιτικού κόμματος μέσα απο τους νάρκος, την αμνηστεία και πολιτική εκπροσώπηση των διάφορων αντάρτικων, την παράδοση των όπλων, τον ανασχηματισμό αστυνομίας και κυβέρνησης. Οραματίζεται ο κύριος Fernando τη δημιουργία ενός ναρκο-κράτους, πάνω σε πλατωνικά πρότυπα. To χωριό αποτελεί γι’ αυτόν ένα τέτοιο πρότυπο ήρεμου και νοικοκυρεμένου κόσμου.

Η παρέα έχει ζεσταθεί. Ακούγονται χαρούμενες φωνές και γέλια. Το τραπέζι αρχίζει να γεμίσει με φαγητά, κρασί και φρούτα. Το σχολείο χρειάζεται λεφτά και επισκευές. Το ίδιο και η εκκλησία. Και ο δρόμος βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Μέρος του χωριού δεν έχει ακόμα ηλεκτρικό. Το σύστημα νερού χωλένει. Ο Miguel τελειώνει την κατάθεση.

Βεβαίως, συμφωνεί ο κύριος Fernando. Θα στείλει μάστορες για επισκευές στα κτίρια, μια εταιρεία για να ασφαλτοστρώσει το δρόμο. Θα δώσει λεφτά στην κοινότητα, έχει προυπολογισμό. Θα χρειαστούν ένα υδραγωγείο και ηλεκτρολόγους για τον φωτισμό. Κάποιος διπλανός του παίρνει σημειώσεις. Ολα θα γίνουν. Θα τα κοστολογήσει όλα αυτά, και θα τα μηνύσει στον Miguel. Μέσα στο μήνα.

Κάποιοι ένοπλοι κουβαλούν μερικούς μαύρους σάκους απορριμάτων και τους αφήνουν στα πόδια του. Εχουν βάρος, δύσκολα να τους σηκώσεις. Ο κύριος Fernando αφουγκράζεται, κατεβάζει ένα ακόμα aguardiente, και ανοίγει μια σακούλα. Εχει μέσα χαρτονομίσματα των είκοσι, και εκατό δολλαρίων. Τακτοποιεί μερικές σειρές πάνω στο τραπέζι, ενώ δίπλα του ο ιδιαίτερός του ετοιμάζεται για νέες σημειώσεις. Ηρθε η ώρα της πληρωμής, Κάτι σαν ειδικό επίδομα παραγωγής. Productivity bonus. Αυτός είναι άλλωστε ο βασικός λόγος που η ομάδα ήρθε στο χωριό. Ανακοίνωσε την άφιξή της στον Miguel, και έστειλε στο χωριό μερικούς δικούς της για αναγνώριση. Οταν διαπιστώθηκε πως όλα ήταν ήρεμα, η ομάδα οδήγησε την απόσταση στο χωριό. Η ειδοποίηση των κατοίκων ήταν θέμα μερικών λεπτών.

Ενας προς έναν οι άντρες του χωριού παιρνούν απο το τραπέζι. Ενας προς έναν, με μεγάλο σεβασμό, τον χαιρετούν με χειραψία, και συζητούν μαζί του. Ο κύριος Fernando φαίνεται να τους θυμάται όλους. Πόσα παιδιά έχουν, πόση γή έχουν, τι συμβαίνει στη ζωή τους. Χαμογελά και κάνει καλαμπουρια μαζί τους, δεν βιάζεται. Στο τέλος ανάλογα με το μέγεθος της προσφοράς, τις ανάγκες της οικογένειας και την προσωπική του κρίση, ο Fernando προσφέρει τα λεφτά. Μερικές εκατοντάδες δολλάρια στον καθένα. Οι άντρες τον ευχαριστούν, μερικοί τον αγκαλιάζουν. Ο γραφιάς σημειώνει τα λογιστικά.

Απο τα λεφτά που βρίσκονται στο τραπέζι, τον αριθμό των σακκούλων και το βάρος τους, προσπαθώ με αυτοσχέδια μαθηματικά, να μαντέψω το συνολικό ποσό που κουβαλάει μαζί του ο κύριος Fernando. Θα πρέπει να ξεπερνάει το ένα εκατομμύριο δολλάρια. Μένω άναυδος. Η ομάδα των narcos πληρώνει όλο το χωριό. Το μυαλό μου φωτίζεται. Μόνον ετούτο το χωριό πληρώνεται; Αποκλείεται. Μάλλον πρόκειται για grand tour. Θα πληρωθούν όλα τα χωριά της περιοχής. Παροχές και επιδόματα. Μπόνους για τους παραγωγικούς, βοήθεια για τους αδυνάτους. Η απόλυτη κυβερνητική πολιτική εν δράσει απο τους narcos. Στο περιθώριο, απούσα, η συντεταγμένη πολιτεία της Κολομβίας με τους επισημους θεσμούς της.


Οι άντρες του χωριού αρχίζουν να σκορπίζουν. Αλλοι παίρνουν δρόμο για τα σπίτια τους. Αλλοι σχηματίζουν μικρά πηγαδάκια για συζήτηση. Απο όλους τους παρευρισκόμενους στη πλατεία, είμαι ο μόνος απλήρωτος. Φάτσα καθαρά ευρωπαική, με ντύσιμο που ξεχωρίζει απο τους γύρω, και με το πλήθος που με κάλυπτε αραιωμένο πιά, τραβώ σε μια στιγμή τη προσοχή του τραπεζιού. Ξαφνικά, με κοιτούν όλοι. Ο κύριος Fernando ρωτάει ποιός είναι ο κύριος που προφανώς δεν είναι ντόπιος. Miguel και Victor με καλύπτουν αμέσως. «Είναι φίλος μας, τουρίστας. Είναι εντάζει. Κανένα πρόβλημα. Αγαπάει την Κολομβία».

«Τουρίστας στην περιοχή μας;» Η ιδέα φαίνεται να διασκεδάζει την ομάδα. Ο κύρος Fernando μου γνέθει να πλησιάσω. Νοιώθω άνετα. Ολη τη ζωή μου άρεσε να μιλάω με ενδιαφέροντες ανθρώπους. Και ο κύριος Fernando είναι για μένα ενας πολύ ενδιαφέρον τύπος. Πάντα είχα άνεση στις συστάσεις και τα περίεργα κοινωνικά σύνολα. Πάντα επεδίωκα να μιλήσω με ανθρώπους που υπάρχουν έξω απο τα δικά μου δεδομένα, πέρα απο τις δικές μου αντιλήψεις. Τον πλησιάζω με θάρρος. Του συστήνομαι με το όνομά μου, και σαν φίλος των Miguel και Victor. Τουρίστας απο την Ελλάδα. Αφήνω για καλό και για κακό την Αμερική στην άκρη.

Εκπλήτομαι που ο κύριος Fernando σηκώνεται όρθιος, και μου απλώνει το χέρι. Συστήνεται με σοβαρότητα, και μου προσφέρει καρέκλα. Για κάποιο περίεργο λόγο ευγένειας και σεβασμού, αισθάνομαι πως ετοιμάζεται για μια συζήτηση μαζί μου. Μπροστά μου εμφανίζεται ένα μπουκάλι ντόπιο ποτό, aguardiente. Εκείνος βγάζει το καπέλο που φορούσε ώρα. Η κίνηση μάλλον υποδηλώνει ευγένια προς τον φιλοξενούμενο. Ως δια μαγείας, το πιστόλι της ζώνης εξαφανίζεται και εκείνο απο τη θέα μου.

Με ρωτάει πως βρέθηκα στην Κολομβία. Του λέω την αλήθεια. Εχω φίλους εδώ, κατευθύνομαι προς τα νότια. Σκοπεύω να επισκεφθώ τον Αμαζόνιο. Με ακούει με προσοχή. Τι ξέρω για την Κολομβία; Η απάντησή μου τον ξαφνιάζει. «Τα πάντα», του απαντώ. Δείχνει ευχάριστα έκπληκτος. Μαντεύω τις σκέψεις του. Δεν χρειάζεται τότε να εξηγήσει στον ξένο τις ιδιαιτερότητες αυτού του κόσμου, τον κώδικά συμπεριφοράς του, την τραγική ιστορία της χώρας. Ο ξένος ξέρει «τα πάντα». Το είπε και με αυτοπεποίθηση. Χαμογελάει. Τα πράγματα είναι τωρα εύκολα.

Κάθομαι μαζί του. Είναι ώρα για φαγητό. Καθώς το τραπέζι γεμίζει με παντός είδους εδέσματα, ο κύριος Fernando μου κάνει μια σειρά αναγνωριστικών ερωτήσεων. Ξέρει και για την Ελλάδα, τον εμφύλιο πόλεμό της, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, την τωρινή κυβέρνηση. Ωραία χώρα η Ελλάδα, καταλήγει. Δημοκρατική, ήσυχη. Χωρίς την κατάρα των ναρκωτικών. Η Κολομβία έχει βίαια ιστορία. Εμφύλιοι, δολοφονιές πολιτικών, πάθη. Μετά ήρθαν τα ναρκωτικά. Το εμπόριο με τους γκρίγκος κινεί ολα τα γρανάζια. Η κοκαίνη είναι απλά ενα προιόν που τώρα το προστατεύσουν όλοι στη χώρα. Οι narcos μαζεύουν την παραγωγή και οργανώνουν τις εξαγωγές. Η κυβέρνηση λαδώνεται, όπως και αστυνομία και στρατός. Οι κάτοικοι ζούν καλά απα τις καλλιέργιες. Και τώρα τελευταία, εμφανίστηκαν και διάφορες ομάδες ανταρτών, άλλοι αριστεροί, άλλοι δεξιοί, αλλοι ιδιώτες, που πουλάνε προστασία και φορολογούν το προίον.

Ο κύριος Fernando είναι σαφέστατα διανοούμενος. Γνωρίζει τα γεγονότα, κάνει ό,τι μπορεί για να τα επηρεάσει. Διαθέτει πληροφορίες για όλους και για όλα, απο «μέσα». Αστυνομία, κυβέρνηση, στρατό, ακόμα και την Αμερικάνική πρεσβεία. Τον ρωτώ πως βλέπει τις μελλοντικές προοπτικές. Τι δυναμικές θα εμφανιστούν στην Κολομβία; Τι τιμή θα πληρώσει η χώρα για αυτό το προιόν; Το FARC είναι δυνατό, λέει. Εχει πολύ στρατό, πειθαρχία, ιεράρχηση. Αλλά πέρα απο μερικές μικρές επιχειρήσεις, μάλλον δεν είναι για μεγάλα πράγματα. Πολιτικά απουσιάζει. Η διάλυσή του είναι θέμα χρόνου. Το Μ19 συζητάει παράδοση των όπλων με αντάλλαγμα πολιτική εκπροσώπηση. Τέλος κι’ αυτό. Το ΕLN αποτελείται απο διανοούμενους φοιτητές, αντάρτικο πόλεων, αντιδραστικό στις ενέργειές του. Το μεγάλο πρόβλημα είναι το AUC και η συμμετοχή της αστυνομίας στους κύκλους. Ο κύριος Fernando είναι ομως αισιόδοξος. Με την πάροδο του χρόνου, τα αντάρτικα θα εξαφανιστούν, και το κράτος θα οργανωθεί γύρω απο το «προιόν». Θα είναι το πρώτο narco-state στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το κακό όνομα του εμπορίου ναρκωτικών θα εξαλειφθεί κι’ αυτό με τον καιρό. Η Κολομβία θα ειρηνεύσει.

Νοιώθω μέσα μου μεγάλες διαφωνίες, προτιμώ όμως να συνεχίσω τις ερωτήσεις. Τον ρωτάω για τις πολιτικές δολοφονίες, τις απαγωγές, το κλείσιμο των δρόμων της πρωτεύουσας απο paramilitaries που μαζεύουν φόρους. Του αναφέρω την ιστορία πως οι τράπεζες της χώρας δίνουν όλα τα οικονομικά δεδομένα των πελατών τους σε διάφορες ομάδες ανταρτών. Διαθέτουν οι narcos, και άλλες ομάδες στη χώρα, τις τελευταιές βάσεις δεδομένων πελατών τραπεζών πάνω στις οποίες καταστρώνουν στρατηγικές απαγωγών και φοροαφαίμαξης.

«Πολιτικές δολοφονίες πάντα γινόταν στην Κολομβία», μου απαντά.. Ο ίδιος και η ομάδα του, είναι αντίθετος στη βία. Ο Escobar σκοτώνει γι’ αυτό και τον κυνηγούν όλοι. Αυτός όμως βλέπει τα πάντα σαν business. Αντί να τρομοκρατεί, πληρώνει. Ετσι είναι αγαπητός. Η διαφθορά στις τράπεζες, ναί, είναι μεγάλη και ο ιδιος κάνει ό,τι μπορεί να την περιορίσει. Οταν η πολιτική της χώρας αλλάξει προς την ναρκο κατεύθυνση που ο ίδιος οραματίζεται, η διαφθορά θα περιοριστεί. Ο μόνος dealer θα είναι το κράτος.

Κάποιος της ομάδας σκύβει πάνω του και του ψυθιρίζει. Είναι ώρα να φύγουν. Λόγοι ασφάλειας. Ο κύριος Fernando σηκώνεται και μου απλώνει το χέρι. «Είστε φίλος της Κολομβίας» μου λέει. «Απο τις ερωτήσεις σας νοιώθω πως την καταλαβαίνεται και ενδιαφέρεστε γι’ αυτή. Η συζήτηση μαζί σας ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Θα ήθελα πριν φύγω να σας κάνω ένα δώρο». Αρνούμαι το όποιο χρηματικό ποσό. Τον πληροφορώ πως έχω αρκετά λεφτά, και ό,τι έχω θα τα χαλάσω σαν τουρίστας. Γελάει. «Δεν είχα τα λεφτά στο μυαλό μου», μου απαντά. «Θα σας δώσω το όνομα ενός φίλου μου στην Βogota. Να τον επισκεφτείτε. Θα σας ξεναγήσει παντού. Είναι τύπος ευχάριστος, και καλός συζητητής. Θα σας δείξει πράγματα πολύ ενδιαφέροντα.» Το δώρο είναι καλλίτερο απ’ οτι φανταζόμουνα. Περιχαρής, δέχομαι την πρότασή του. Μου απλώνει το χέρι. Κατόπιν εξαφανίζεται μέσα στην ομάδα που τον περικυκλώνει. Τα SUV μαρσάρουν τις δυνατές τους μηχανές, και αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνης εξαφανίζονται και πάλι κατευθυνόμενα προς τα βουνά.


-----------------------------------------------------------

Τον κύριο Fernando δεν το ξαναείδα ποτέ. Μετά απο μερικά χρόνια,και κάμποσα ταξίδια στην Κολομβία, εχω την πεποίθηση πως όλη του η ιδεολογία ήταν μια τεράστια ουτοπία. Ναι, το Μ19 παρέδωσε τα όπλα, αλλά τα άλλα αντάρτικα παραμένουν τρομοκρατώντας τους campesinos, και μαζεύοντας φόρους δια της βίας. Το FARC έχει τώρα δική του περιοχή, το μέγεθος της Ελβετίας. Το AUC και άλλες παρακρατικές οργανώσεις ευθύνονται τώρα ανοιχτά για χιλιάδες δολοφονίες. Τα τελευταία χρόνια, αντάρτες με συγχρονα laptop που περιέχουν οικονομικά databases, απαιτούν δια της βίας φορολογίες αίματος. Οι απαγωγές ανθρώπων έχουν γίνει επιδημία στην Κολομβία.Η μεσαία τάξη εγκαταλείπει τη χώρα άρον άρον. Η ατομική βόμβα του Τρίτου Κόσμου, οπως χαρακτήρισε τα ναρκωτικά ο κύριος Φ, έχει τώρα εκραγεί στο εσωτερικό της Κολομβίας. Η Πλατωνική ναρκοκοινωνία δεν βρήκε ποτέ εφαρμογή.

----------------------------------------------------------

Ηθελα στο πόστ αυτό να σας δώσω μια γέυση απο την πραγματικότητα της Κολομβίας. Η ιστορία είναι αληθινή, και γράφτηκε κατα τη διάρκεια ενός ταξιδιού μου στην Κολομβία. Εκανα εκεί πολλούς και καλούς φίλους των οποίων η φιλία διαρκεί μέχρι σήμερα. Στο μέλλον σκοπεύω να αναρτήσω και άλλα θέματα απο την Κολομβία. Είναι ένα πολύ όμορφο μέρος, με υπέροχους ανθρώπους, και μια τραγικά αιματηρή ιστορία. Με εντυπωσιάζει επίσης σαν θέμα, γιατί πιστεύω πως οι κοινωνίες και οι άνθρωποι είναι παράγωγα των δυναμικών που παράγει η ιστορία. Στην Κολομβία, οι δυναμικές ήταν και συνεχίζουν να είναι τραγικές.

-----------------------------------------------------------------------

Χρήσιμες Πληροφορίες

History of Colombia
Colombia Journal Online
Fuerzas Armadas Revolucionarias de Colombia (FARC)
Ejército de Liberación Nacional (ELN)
Autodefensas Unidas de Colombia(AUC)
Movimientο 19 de Abril (M19)
Interactive Map: Colombia, Cocaine and Cash
FARC Story
Axis of Logic (on Latin America)
“Parapolitics” scandal
US Drug Enforcment Administration
Colombian Cartels
Colombia Action Network
Plan Colombia and Beyond
Plan Colombia-US Dept of State
Plan Colombia – The Nation
A War on Poor and Black People
Interview Jorge Ochoa
Interview Juan David Ochoa

-----------------------------------------------------------------------

Wednesday, November 7, 2007

Movimiento Catorce de Junio


-----------------------------------------------------------------------------
Απο το 1930 – 1961, η Δομινικανική Δημοκρατία έζησε μία απο τις στυγνώτερες δικτατορίες που έγιναν ποτέ. Πρωταγωνιστής της ο Rafael Leonidas Trujillo Molina, ένα απο το μεγαλύτερα κτήνη που γέννησε ποτέ ο κόσμος. Κατα τη διάρκεια της θητείας του χιλιάδες ανθρωποι βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν. Ο ίδιος εισέπρατε ενα ποσοστό φόρου από όλες τις συναλλαγές του κράτους, εκβίαζε τις επιχειρήσεις για προσωπικό οικονομικό όφελος, έχτισε ενα δίκτυο παρακολούθησης και τρομοκρατίας που κάλυπτε όλο το νησί, έσφαξε με οργανωμένο σχέδιο περίπου 30 χιλιάδες παράνομους εργάτες απο την Αιτή που δούλευαν σε ζαχαροφυτείες του Dominican, και κακοποιούσε σεξουαλικά τις γυναίκες των υπουργών του. Μετά απο τριάντα χρόνια απόλυτης εξουσίας, o Trujillo δολοφονήθηκε απο μια ομάδα αντιστασιακών το 1961. Οι απογονοί του, αφού λήστεψαν την κεντρική τράπεζα της χώρας, λέγεται πως φόρτωσαν ενα αεροπλάνο με χρυσά λάφυρα και έφυγαν για τη Γαλλία εν μία νυχτί.
-----------------------------------------------------------------------------
Σκύβω πάνω σε χαρτιά και σημειώσεις. Πάνω στο ευρύχωρο γραφείο, παντός είδους χαρτιά, φωτοτυπημένα άρθρα εφημερίδων απο microfilm της εποχής, παλιά βιβλία δανεισμένα απο τη βιβλιοθήκη. Στο πάτωμα δύο χάρτινα κουτιά με “υλικό”.

Κάνω μια έρευνα. Θέλω να γράψω ενα βιβλίο. Διάλεξα ενα θέμα που τον τελευταίο καιρό με έχει συναρπάσει. Θα έλεγα πως μάλλον με έχει απορροφήσει υπέρ του δέοντος. Μια παλιά υπόθεση που ο χρόνος την σάρωσε μέσα απο τις φυσικές της εξελίξεις. Κατα πολλούς, μια ξεχασμένη υπόθεση. Κάτι που δεν αγγίζει τη νέα γενιά, δεν χρειάζεται καν να τη θυμάται κανείς. Μια υπόθεση τραγική, που άγγιξε όμως κάποτε τη ζωή μερικών ανθρώπων που αγαπώ, που τους έζησα απο κοντά, που τους νοιάζομαι.

Μαζί μου η Julia. Αγάπη τεράστια, έρωτας των πανεπιστημιακών χρόνων, έντονη χημική αντίδραση της ψυχής και του κορμιού μου. Ισπανική μαντόνα, με μαύρα πυκνά μαλλιά, σφιχτό δέρμα ηλιοκαμμένο, αισθησιακά χείλη και ενα υπέροχα γλυκό πρόσωπο. Η γνωριμία μαζί της με έφερε σε επαφή με έναν άλλο κόσμο. Ενα κόσμο διαφορετικό. Ενα κόσμο φοβισμένο, σημαδεμένο απο την ιστορία του περιθωρίου, της εκμετάλευσης, και πιο πολύ, ενα κόσμο που χωρίς ιστορική φωνή υπάρχει μόνον για να αμύνεται και να επιβιώνει με ακατανόητους και συνεχείς αυτοσχεδιασμούς.

Η Julia γεννήθηκε στη Δομινικανική Δημοκρατία (Dominican Republic). Eίναι δηλαδή Dominicana. Στην κοινωνική και φυλετική κατάταξη της χώρας της, η οικογένειά της ανήκει στην κατηγορία των λευκών, μιας μειονότητας που διατήρησε καθαρά ευρωπαικό ισπανικό αίμα μέσα απο πολλές γενιές επιμιξίας με μαύρους και ινδιάνους. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Mπανί (Bani), μια κωμόπολη εξήντα χιλιόμετρα απο το Santo Domingo, πρωτεύουσα της χώρας. Είχε ενα μεγάλο σπίτι με πλατιές βεράντες γύρω γύρω, μια αυλή με κάθε είδους λουλούδια, σταύλο για τα άλογα. Ο πατέρας της έμπορας της πόλης, με έντονη παρουσία στα κοινωνικά και πολιτικά συμβάντα της περιοχής. Η μητέρα όμορφη, ήρεμη γυναίκα της επαρχίας, ήξερε να φτιάχνει υπέροχα κεντητά, ρούχα στη ραφτομηχανή, και νόστιμα φαγητά της Καραιβικής. Υπήρχαν και άλλα δυό παιδιά, η μεγαλύτερη σε ηλικία Paula, και ο νεώτερος Gabriel.

Στο σαλόνι του πατρικού σπιτιού στο Mπανί, υπάρχει και η φωτογραφία του Francisco. Νεώτερος αδερφός του πατέρα. Ασπρόμαυρο πορτραίτο ενός όμορφου άντρα ντυμένου με κουστούμι. Χαρακτηριστικά διανοούμενου. Καλοχτενισμένα μαλλιά, μικρά στρογγυλά γυαλιά και βλέμμα ήρεμο. O Francisco είχε φύγει απο τη νησί για σπουδές στην Αμερική. Ο αδερφός του τον ενίσχυε οικονομικά στα πρώτα δύσκολα χρόνια. Ανήσυχος και ενεργητικός άνθρωπος, ο Francisco μπλέχτηκε στη Νέα Υόρκη με πολιτικούς οργανισμούς εμιγκρέδων απο τη Λατινική Αμερική, και άρχισε μια έντονη πολιτική δράση που είχε σκοπό την αποκατάσταση της δημοκρατίας στο νησί. Αντίθετα με τις συμβουλές του αδερφού του να μείνει στην Αμερική, ο Francisco μετακόμισε στη Πόλη του Μεξικού όπου συνάντησε ακόμα σκληρότερους επαναστάτες, ανθρώπους αποφασισμένους για δράση και πόλεμο. Ηταν η εποχή που οι απανταχού λατινοαμερικάνοι άρχισαν να αποκτούν σιγά σιγά τη συλλογική συνείδηση πως η μοίρα τους ήταν κοινή, και πως η ήπειρος της Νότιας Αμερικής έπρεπε να απαλλαγεί απο τις δικτατορίες που βάραιναν τους λαούς της.

Ο πατέρας με καλεί σε κάποιο ιδιαίτερο δωμάτιο του σπιτιού. Εχει εκεί φυλαγμένα στα συρτάρια μιας όμορφης βιβλιοθήκης οικογενειακά κειμήλια, αντικείμενα και φωτογραφίες. Μου μιλά με υφος σοβαρό. Η ιστορία του Francisco είναι τραγική, μου λέει. Την εποχή εκείνη τα πράγματα ηταν επικίνδυνα. Υπήρχε τρομοκρατία στη χώρα. Ο ίδιος είχε καλό όνομα στο νησί, και καλές διασυνδέσεις στη πρωτεύουσα. Πρόσεχε την οικογένειά του και δεν δημιουργούσε προβλήματα. Αλλα ο Francisco τους είχε μπεί πολύ στη μύτη. Στην αρχή η αστυνομία τον ειδοποίησε πως ο αδερφός του εκδίδει επαναστατικό υλικό στους Δομινικάνους της Νέας Υόρκης. Πως είναι μπλεγμένος με κομμουνιστές βαμμένους, ανθρώπους γνωστούς στο σύστημα. Η αστυνομία δεν ήθελε προβλήματα. Να μιλούσε ο ίδιος στον αδερφό του, να τακτοποιούσε τα πράγματα.

Ηταν εποχή δικτατορίας. Ολοι πλέον γνώριζαν πως η ομάδα των στρατιωτικών που ήταν στην εξουσία φοβόταν την ανατροπή της, και είχε αποθρασυνθεί. Ακόμα και οι gringos που υποστήριξαν τον δικτάτορα, αρχίζουν τώρα να κάνουν νερά. Ηταν τέτοιο το μέγεθος της τρομοκρατίας, τόσες οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τόσοι οι θάνατοι, που όλη η κοινωνία έχει νεκρώσει. Ακόμα και τα περίφημα γλέντια και ξεφαντώματα που κάποτε αποροφούσαν την προσοχή του κόσμου, τώρα δεν αρκούσαν για να καλύψουν το αίμα και την ωμή βία.

"Ο πατέρας ήταν αναστατωμένος. Η μητέρα υστερικιά. Κάτι έγινε και η αστυνομία ζητάει τον πατέρα. Κάτι τραγικό. Μάλλον ο θείος Francisco. Κανείς δεν ξέρει. Ο πατέρας δεν μιλάει. Εφυγε μέσα στη νύχτα με τους αστυνομικούς για την πρωτεύουσα. Κάποιος αστυνομικός έμεινε στο σπίτι να μιλήσει στη μητέρα. Να τη συνεφέρει. Η μητέρα φοβόταν. Το ίδιο φοβισμένος έδειχνε και ο αστυνομικός. Οι δύο υπηρέτριες του σπιτιού φαινόταν τρομοκρατημένες".

Οδήγησαν μέσα στη νύχτα. Ο δρόμος λασπωμένος απο μια πρόσφατη βροχή. Χώμα και πέτρα ο δρόμος μέχρι την εθνική. Στο δρόμο μισόλογα. Διαταγή του διοικητή της αστυνομίας να τον δεί αμέσως. Ο πατέρας γνώριζε τον διοικητή απο παλιά. Είχαν κάνει μαζί γλέντια με κιθάρες. Επαιζαν και χαρτιά που και που όταν ο πατέρας πήγαινε για δουλειές στο Santo Domingo. Αλλά σήμερα τα πράγματα ήταν σοβαρά. Ο πατέρας φοβόταν. Αγκάλιασε την Paula που ήταν τότε 5 χρόνων, και έδωσε εντολή στη μητέρα να ετοιμάσει τις βαλίτσες της. Ισως να χρειαζόταν να φύγουν για λίγο καιρό. Μετα έφυγε με την αστυνομία.

Στο γραφείο του πατρικού σπιτιού, ο πατέρας ξεδιπλώνει στο τραπέζι μερικά φυλλάδια. "Αυτά τύπωσε ο Francisco" μου ανακοινώνει. Σκύβω για να δώ. Πρόκειται για τυπογραφημένα φυλλάδια που περιγράφουν τον τρόπο διακυβέρνησης του νησιού. Πώς ο δικτάτορας και το επιτελείο του κλέβουν τη χώρα και τρομοκρατούν τους πολίτες. Μερικά είναι αριθμημένα. Το μάτι μου ξεχωρίζει ένα. Τεύχος 9, τυπωμένο στό Μεξικό, απο μια ομάδα που ανήκει στο Επαναστατικό Κίνημα για την απελευθέρωση του Dominican. Ονόματα δεν υπάρχουν, μόνον κάποια ιστορική ανάλυση που φαίνεται να κάνει οικονομία χώρου στο χαρτί, και μετα η προτροπή για προετοιμασία. Να εχουν όλοι οι Δομινικάνοι ένα όπλο κρυμμένο στο σπίτι τους για τη μεγάλη ώρα. Δεν είναι μόνοι. Στο Μεξικό και την Αμερική υπάρχουν μεγάλες ομάδες πολιτικής πίεσης που τώρα εκπαιδεύουν και μάχημους για απόβαση στο νησί. Η ώρα πλησιάζει.

Και Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. Κιτρινισμένη απ’ το καιρό, προστατευμένη μέσα σε μια πλαστική διαφάνεια. Μιά μικρή ομάδα ανθρώπων με στρατιωτικά ρούχα. Αριστερά φαίνεται ο Francisco. Στο κέντρο ο Φιντέλ. Ο μεγάλος οραματιστής και επαναστάτης. Αντάρτες παντού. Μαζί σε κάποιο βουνό να κάνουν σχέδια. Κουβανοί και Δομινικάνοι. Τρείς απ’ το Μπανί. Ολοι τους παράνομοι στο νησί, και καταζητούμενοι απο τις αρχές. Ο πατέρας τους κατανομάζει έναν προς έναν. Αυτα τα χαρτιά βρέθηκαν στη κατοχή του Francisco.

"Αυτή η φωτογραφία του κόστισε τη ζωή του. Βασανίστηκε για ώρες με λυσαλέο μίσος, γυμνός και δεμένος απο το ταβάνι". Η "φιλοξενία" των αντιδραστικών στις φυλακές ήταν δια βοής γνωστή σε όλο το νησί. Τυχεροί εκείνοι που πέθαιναν γρήγορα. Ο πατέρας ήθελε να πληρώσει για να σώσει τον αδερφό του. Μα δεν γινόταν. Στην ιστορία αυτή, τον πληροφόρησε ο διοικητής φίλος του, ήταν προσωπικά αναμεμειγμένος ο El Jefe (Ο Ηγέτης). To μίσος ήταν προσωπικό.

Ο Francisco βασανίστηκε και πέθανε τον Ιούνιο του 1959, μαζί με άλλους απο το νησί. Ερχόταν απο την Κούβα οπου μια άλλη επανάσταση είχε ήδη πετύχει. Ιδεαλιστής και τολμηρός, ήθελε να σκοτώσει με τα χέρια του τον Τράγο. Μα η ομάδα του περικυκλώθηκε απο στρατιωτικές δυνάμεις και σύντομα αποδεκατίστηκε. Μαζί με άλλους, οδηγηθηκε στις φυλακές οπου παραμορφώθηκε φρικτά. Στον αδερφό του που τον παρέλαβε, δώθηκαν οδηγίες να τον θάψει χωρίς να ανοίξει το φέρετρο μεσα στο οποίο είχε παραδοθεί.

Ο πατέρας της Τζούλιας αφέθηκε ελεύθερος να μεταφέρει το πτώμα του αδερφού του στο Μπανί. Τσακισμένος απο την ιστορία, φοβισμένος για την οικογένειά του και διαισθανόμενος τα χειρότερα, κίνησε γή και ουρανό να φύγει μακριά με την οικογένειά του. Τα κατάφερε αφού δωροδόκησε αρκετούς, ακόμα και φίλους του. Η οικογένεια της Τζούλιας έφυγε για στη Βενεζουέλα. Το 1961, όταν ο δικτάτορας δολοφονήθηκε, η οικογένεια ξαναγύρισε στο νησί.

------------------------------------------------------------------------
H απόβαση στις ακτές του νησιού τον Ιούνιο του ’59, έμεινε γνωστή στη ιστορία με τον τίτλο "Catorce de Junio Movimiento"" – (Το κίνημα της 14ης Ιουνίου). Ηταν μια επανάσταση που απέτυχε. Στη Κούβα, ο Fidel Castro έμεινε στη Ιστορία για πάντα. Ο Francisco έμεινε απ’ έξω.

Η δικτατορία του Rafael Trujillo ξαναβρήκε το δρόμο της προς τη δημοσιότητα και έγινε λογοτεχνικό θέμα απο μια άλλη Julia. Την κυρία Julia Alvarez, καθηγήτρια συγγραφικής στο Middlebury College, Vermont, και βέρα Dominicana. Το καταπληκτικό βιβλίο της "En el Tiempo de las Mariposas" – (Την Εποχή των Πεταλούδων) περιγράφει τη δολοφονία των αδελφών Mirabal που συνελήφθησαν απο το καθεστώς Trujillo την ίδια εποχή που δολοφονήθηκε και o Francisco, και με την κατηγορία οτι συμμετείχαν στο κίνημα της 14ης Ιουνίου. Το βιβλίο έγινε best seller στην Αμερική. Είναι ένα όμορφο βιβλίο. Το συνιστώ σε όλους.

Η σφαγή των χιλιάδων Αιτινών παράνομων εργατών που εργάζονταν στο Dominican Republic αναφέρεται στη ιστορια ως "Parsley" or "River Massacre" και μπήκε σε εφαρμογή απο τον Trujillo τον Οκτώβριο του 1937. Είναι μια γενοκτονία που έγινε ελάχιστα γνωστή στον έξω κόσμο. Το μόνο βιβλίο που γνωρίζω να γράφτηκε μέσα απο τη λογοτεχνία πάνω στο θέμα ανήκει στην Edwidge Danticat, και έχει τον τίτλο The Farming of Bones.

Το βιβλίο που ήθελα να γράψω το έγραψε τελικά ο Mario Vargas Llosa. Οταν το έμαθα, έτρεξα αμέσως να το αγοράσω. Το διάβασα σε μιά νύχτα. Ναι, αυτό ήταν. Το θέμα μου για πρώτη φορά στο χαρτί. Οπως το είχα ονειρευτεί. Γραμμένο απο ένα μεγάλο συγγραφέα. Ο κύριος Llosa με πρόλαβε. Κάτι μέσα μου με ενόχλησε στιγμιαία. Σαν να είχα χάσει τη πρωτιά. Μα ο μεγάλος συγγραφέας με δικαίωσε. Aπέδωσε το θέμα καλλίτερα απο οτι θα μπορούσα να το κάνω εγώ. Αλλωστε ήταν λογικό. Είναι δυνατόν εκείνος, άνθρωπος του ισπανικού κόσμου και να αγνοήσει ενα τέτοιο θέμα; Αδύνατον. Θα ήθελα να του δωθεί το Nobel σύντομα . Το βιβλίο λέγεται "The Feast of the Goat" και είναι αριστούργημα. Στα ελληνικά ο τίτλος του είναι νομίζω "Η Γιορτή του Τράγου". Το συνιστώ σε όλους. Είναι άλλωστε…το βιβλίο μου.

------------------------------------------------------------------------
Η ιστορία γράφτηκε για πρώτη φορά πριν μερικά χρόνια, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιου μου στο νησί της Hispaniola, και προσαρμόστηκε στις ιδιαιτερότητες του blog. Η ευγενική οικογένεια η οποία με φιλοξένησε, άκουσε το ενδιαφέρον μου για την ιστορία του Francisco, και ανταποκρίθηκε σε όλες μου τις ερωτήσεις. Τους ευχαριστώ πολύ. Ευτυχώς για όλους μας, η εποχή εκείνη πέρασε ανεπιστρεπτί.

------------------------------------------------------------------------

Πληροφορίες
History of the Dominican Republic
Republica Dominicana DR Ministry of Tourism
Chronology
Rafael Leonidas Trujillo Molina
Parsley Massacre (Wikipedia Term)
The River massacre(Best accepted term)
Και βασανισμοί Ελλήνων!
Julia Alvarez
In the Time of the Butterflies
Edwidge Danticat
The Farming of Bones
Mario Vargas Llosa
Mario Vargas Llosa-Interview

------------------------------------------------------------------------

Saturday, November 3, 2007

Υποκλίνομαι

Γιαπωνέζικος Κήπος

Το τηλέφωνο χτύπησε στις επτά με έναν περίεργο ηχο που δεν έχω ξανακούσει σε ξενοδοχείο. Ενα τραγούδι που θύμιζε την άνοιξη. Πρώτη μου κίνηση πρός το παράθυρο. Απλώνεται μπροστά μου ένας υπέροχος κήπος. Κήπος χειροποίητος, έργο μάστορα που ήξερε απο νερά και δέντρα. Μαγεύομαι.

Απο τη μέρα που ήρθα σ’αυτή τη χώρα, εχω μαγευτεί. Στα χρόνια της νιότης μου δεν είχα ποτέ φανταστεί ένα τέτοιο μέρος. Τέτοια καθαριότητα, τέτοια αγάπη προς τη φύση, τέτοιο σεβασμό απέναντί της. Τέτοια πειθαρχία, τέτοια ηρεμία συμπεριφοράς, τέτοια στωικότητα. Βρίσκομαι στην καρδιά του Τόκυο, με εκαττομύρια ανθρώπους γύρω μου. Και μέσα σ’αυτή τη πανσπερμία, ένας τέτοιος κήπος! Υποκλίνομαι...


Yukari

Τη βλέπω κάπου μακριά να διασχίζει την κόκκινη γέφυρα του πάρκου. Με το κιμονό. Αργό περπάτημα, χαμόγελο που το διακρίνω απο μακριά. Φαίνεται πολύ νέα. Θέλω να την δώ απο κοντά. Θα ήταν τάχα αγένεια να της ζητήσω μια φωτογραφία; Σκέφτομαι το γιαπωνέζικο πρωτόκολλο συμπεριφοράς. Ζητάς τα πάντα με ευγένεια. Υποκλίνεσαι ελαφρά για να δείξεις σεβασμό. Την πλησιάζω.

Μα και βέβαια όχι, με πληροφορεί ευγενικά με ένα πλατύ χαμόγελο υποκλινόμενη κι’αυτή με τη σειρά της. Το κιμονό; Ναι, είναι χειροποίητο, έργο ράφτη που ξέρει απο πολύπλοκα ραψίματα μεταξωτών. Ράβεται εκεί όλη της η οικογένεια. Η ίδια είναι μαθήτρια γυμνασίου. Τη λένε Yukari. Συνήθως φοράει μπλου-τζήν και μπλουζάκια της λαικής. Αλλά όχι τις κυριακές. Τις κυριακές φοράει το κιμονό της, ζώνεται την παράδοση της χώρας της και βγαίνει βόλτα στο πάρκο. Την ακούω προσεχτικά. Την πιστεύω. Πουθενά στον κόσμο δεν εχω δεί τέτοιο συνδυασμό μοντέρνας ζωής και παράδοσης. Βγάζω τη φωτογραφία. Υποκλίνομαι με δέος...


Πάντα για δουλειές

Ταξιδεύω για δουλειές. Και όχι μόνον. Απολαμβάνω τα πάντα γύρω μου. Τη δουλειά μου που τη διάλεξα και την αγαπώ, τους ανθρώπους που γνωρίζω μέσα απ’αυτή, και τους τόπους, ναι, κυρίως τους τόπους των επισκέψεών μου. Σε κάθε γωνιά που με φέρνει η ζωή μου, της αφιερώνω και το χρόνο μου. Φτιάχνω προγράμματα επισκέψεων σε μουσεία, μπαράκια, κήπους, θέατρα, μουσικάδικα, εστιατόρια και λαικές αγορές. Περπατώ για να πιάσω το σφιγμό της, να μυρίσω τη φύση της, να συλλάβω την αισθητική της.

Σήμερα διάλεξα ενα μικρό εστιατόριο κάπου στο κέντρο του Τόκυο. Το χάζεψα αρκετά πριν μπώ μέσα. Προσέξτε το. Είναι καταπληκτικό. Στολισμένο με μεράκι και ήθος, συνδυάζει όλα τα οπτικά στοιχεία της γιαπωνέζικης αισθητικής. Την οροφή με το μπαμπού, την απλότητα της τοπικής αρχιτεκτονικής, το συνδυασμό με το ρυάκι. Λίγο πριν την είσοδο, φαγητά απλωμένα σε ένα πάγκο, τυλιγμένα οπως θα τα σερβίρει ο μάγειρας, με τις τιμές και το όνομα του πιάτου καρφιτσωμένες στη ζελατίνα. Και ο μάγειρας. Καθαρός, ευγενικός και τίμιος. Οπως παντού στην Ιαπωνία. Καθαρός, ευγενικός και τίμιος. Υποκλίνομαι και υποκύπτω...


------------------------------------------------------------------------------
Αντιγραφή απο προσωπικές μου σημειώσεις
Trip to Japan, April 2001
Project for Intel, Call Center Automation
Digital Pictures by LocusPublicus

-------------------------------------------------------------------------------

Thursday, November 1, 2007

Μια Κυριακή στη Φιλαδέλφεια

Κυριακή απόγευμα. Φτάνω στη Φιλαδέλφεια για δουλειά. Είναι ακόμη ενα ταξίδι στην επαγγελματική μου ζωή. Μια ακόμη πόλη του κόσμου. Αναλαμβάνω αύριο ενα project σε μια μεγάλη εταιρεία. Καταλύω σε μεγάλο και πολυτελές ξενοδοχείο του κέντρου. Χώροι καθαροί, υπέροχα δωμάτια, άψογες υπηρεσίες, γρήγορο internet.



Market Street, downtown Philly. Οπως όλα τα Αμερικανικά downtown, ετσι κι’αυτό, είναι τόπος που ανήκει στο Corporate America. Πανύψηλα κτίρια που ανήκουν σε μεγάλες εταιρείες φαρμακευτικών ειδών, ιατρικών υπηρεσιών, τράπεζες, χρηματηστηριακούς ομίλους, ασφαλιστικές εταιρείες. Το τοπίο είναι πανομοιώτικο, σε όλες τις πόλεις της Αμερικής. Η είσοδος στο κτίριο γίνεται μόνον με ειδική κάρτα αναγνωρίσεως. Κάμερες παντού, μέσα και έξω απο το κτίριο, σε κάθε όροφο, σε κάθε σπιθαμή του κτιρίου. Το Corporate America δεν εμπιστεύεται πλέον την αστυνομία. Προστατεύει τις επενδύσεις του με δικά του κεφάλαια, με τους δικούς του κανόνες. Εχω αύριο συνέντευξη με την ομάδα security που θα μου δώσει την κάρτα πρόσβασης στα άδυτα του κτιρίου.

Ο κόσμος



Μεγάλη η ιστορία της Φιλαδέλφειας. Το 1681, η Αγγλία εξουσιοδότησε τον William Penn να δημιουργήσει μια εμπορική πόλη στον ποταμό Delaware. Τα κέρδη του εμπορίου, θα χρησιμοποιούνταν για τη πληρωμή χρεών στη Βρετανία. Ο Penn αγόρασε την περιοχή απο του ινδιάνους Lenape . Η Φιλαδέλφεια ανακηρύχτηκε επίσημα ως πόλη το 1701. Το ελληνικό της όνομα ήταν ιδέα του Penn. Φιλελεύθερος ο ίδιος, δημιούργησε ενα περιβάλλον ανοχής, ανεξιθρησκίας και ειρηνικής διαβίωσης με τους ινδιάνους.

Κατόπιν ήρθε η επανάσταση. Η Φιλαδέλφεια έγινε το κέντρο των 13 Αμερικανικών αποικειών που επαναστάτησαν κατα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Φτιάχτηκε εδώ το πρώτο Κογκρέσο, ενα συμβούλιο με αντιπροσώπους των Αμερικανικών αποικειών και της Βρετανίας. Στις 4 Ιουλίου 1776, στο επιβλητικό κτίριο του Independence Hall , μια ομάδα αντιπροσώπων (John Adams - Massachusetts, Benjamin Franklin - Pennsylvania, Thomas Jefferson - Virginia, Robert R. Livingston - New York, Roger Sherman – Connecticut), δημιούργησε την επίσημη ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των Αμερικανικών αποικιών απο την Αγγλία. (Declaration of Independence)

Πανέμορφα τα παλιά κτίρια της Φιλαδέλφειας. Εκκλησίες, σπίτια με ευρωπαική αρχιτεκτονική, που διατηρήθηκαν και ανακαινίσθηκαν. Μια βόλτα στους παλιούς δρόμους του κέντρου δημιουργεί ιστορικές εικόνες. Απο εδώ ξεκίνησαν οι ιδέες της Αμερικανικής Επανάστασης. Εδώ μαζεύτηκαν οι φιλόσοφοι ιδρυτές του εθνους για συζητήσεις πολιτικής, οικονομίας και διακυβέρνησης. Γιατί η Αμερική, φτιάχτηκε απο φιλόσοφους. Τι τύχη! Οχι απλώς επαναστάτες με στρατιωτικές γνώσεις, αλλά φιλόσοφοι που εμπνεύστηκαν μια κοινωνία διαφορετική, μια χώρα απαλλαγμένη απο τα άσχημα σύνδρομα της Ευρωπαικής ιστορίας.

Ο αντικόσμος



Κυριακή απόγευμα, 21 Οκτωβρίου 2007. Τους βλέπω στην κεντρική πλατεία του δημαρχείου. Τραπεζάκια στις γωνίες, μικρές ομάδες ανθρώπων με πληροφοριακά φυλλάδια. Ζητούν απο τους πολίτες να γραφτούν σε ομάδες περιπολίας των δρόμων. Πλησιάζω. Είναι μέρος μιας μεγάλης διαδήλωσης οργανωμένης απο συνδικάτα των μαύρων. Το θέμα είναι το έγκλημα. Η σημερινή κοινωνία της Φιλαδέλφειας δεν διατηρεί πια τον ρομαντισμό των περασμένων χρόνων. Μεγάλες ομάδες πληθυσμού δεν αντέχουν πια την ορατή παρακμή και διαφθορά της πόλης και φεύγουν. Η μετακίνηση προς τα προάστια πήρε μαζί της το πιο παραγωγικό και ενεργητικό κομμάτι του πληθυσμού.

Γύρω απο το ιστορικό κέντρο της πόλης σχηματίστηκαν γκέττο με εξαθλιωμένο πληθυσμό που δεν έχει ούτε τη μόρφωση , ούτε τις γνώσεις να απορροφηθεί απο την μεγάλη αγορά της Αμερικής. Το 2006, το έγκλημα στη Φιλαδέλφεια έφτασε τους 406 νεκρούς, στη πλειοψηφεία τους μαύροι. Στις δέκα πιο μεγάλες πόλεις της Αμερικής, η Φιλαδέλφια κατέγραψε το υψηλότερο αριθμό βίαιων εγκλημάτων. Μια πόλη 2 εκαττομυρίων θρήνησε πιο πολλά θύματα απο το πολυπληθές Los Angeles. Οι πιο φτωχές λαικές τάξεις της Αμερικής χάνουν τα παιδιά τους σε ενα ακήρυχτο πόλεμο εξαθλίωσης που διεξάγεται στις γειτονιές. Τα πιο πολλά θύματα μαύροι.

Το θέαμα με λυπεί αφάνταστα. Οι κοινωνικές ανισότητες της Αμερικής είναι τόσο μεγάλες, τόσο ορατές και κραυγαλέες, που σε αφήνουν άναυδο. Μέσα σε λίγες ώρες, και μέσα σε λίγα τετράγωνα , βιώνει κανείς την κορυφή και τον πάτο. Tην Ιστορία και τα παράγωγά της. Την προοδευτική σκέψη, την οργάνωση, τον πλούτο, και συνάμα τον αντικόσμο της οργής, του περιθωρίου, της αγανάκτησης.

Επιστρέφω στο ξενοδοχείο μου. Ενα μπουκάλι κόκκινο κρασί και μιά μελωδία του Mozart με ηρεμεί. Ξανακοιτάω τις σημειώσεις μου. Διορθώνω την αρχική μου παρουσίαση για το project που αρχίζει αύριο. Κανονίζω ραντεβού, ετοιμάζω το πρόγραμμα των επόμενων ημερών. Σκέφτομαι αυτά που είδα σήμερα. Βρίσκομαι στο δικό μου κόσμο. Στη καλή μεριά του.

---------------------------------------------------------------

Συμπληρωματικές πληροφορίες
American Founding Fathers
Φιλαδέλφεια - Πληροφορίες
Ενα θλιβερό ρεκόρ
Εγκλημα στη Φιλαδέλφεια Place cursor on red dots to see crime info
Στη διαδήλωση

---------------------------------------------------------------

Οχι, δεν θεωρώ τις εταιρείες συνένοχες στην άνιση κατανομή του πλούτου. Ούτε την κυβέρνηση. Οι λόγοι είναι σίγουρα πολύπλοκοι και εχουν πίσω τους μακρά και ιδιότυπη ιστορική διαδρομή. Η ύπαρξη δύο παράλληλων κόσμων, κατάρα στην εικόνα της πλούσιας Αμερικής, είναι αποτέλεσμα των δυναμικών του ιδιότυπου καπιταλισμού της.

Friday, October 26, 2007

Η Πολιτεία της Ελπίδας


Τα μέρη που αγαπώ καίγονται. Το καλοκαίρι η Πάρνηθα και δεκάδες άλλα μέρη στην Ελλάδα, σήμερα το San Diego και δεκάδες άλλα μέρη στη California.

Η Καλιφόρνια είναι το πιό όμορφο μέρος της Αμερικής. Μαγικό. Ηλιόλουστο όπως και η Ελλάδα, με μυρωδιές λουλουδιών, υπέροχα βουνά που καταλήγουν σε παραλίες, και δρομάκια που ανεβαίνουν ελικοειδώς στις πλαγιές. Απόλαυση το οδήγημα στον αυτοκινητόδρομο Route 1, που αντικρύζει τον Ειρηνικό. Πανέμορφα σπιτάκια στη κορυφή κάθε λόφου. Κλίμα μεσογειακό, χωρίς υγρασία, να σε προκαλεί με τη γλυκιά του αφή να το απολαύσεις. Γλυκές νύχτες να κοιμάσαι με τα παράθυρα ανοιχτά. Αλλού καταπράσινο, αλλού ξηρό να σου θυμίζει έρημο. Με πορτοκαλιές, αμπέλια και κήπους. Το μόνο μέρος στην Αμερική που το ελαιόδενδρο μπορεί να ευδοκιμήσει. Γή της επαγγελίας.

Αν μπορούσα να έδινα το δικό μου όνομα σ’ αυτή την πολιτεία, θα την ονόμαζα «Πολιτεία της Ελπίδας». Γιατί μαζί με το όμορφο της κλίμα, προσφέρει και ένα μοναδικό περιβάλλον πρωτοπορίας στίς επιστήμες, τη σκέψη, το καινούργιο. Μαζεύονται εκεί άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο κυνηγώντας το όνειρο του πλούτου, της καλής επιβίωσης, της επιβράβευσης για την καινοτομία. Ενα μέρος για όλες τις φυλές και τις ιδέες που κουβαλούν μαζί τους. Πλανάται στο αέρα της ένας άνεμος αισιοδοξίας, μιά αγάπη για τη ζωή, που προσωπικά δεν τον έχω νοιώσει αλλού.

Εαν δεν την έχετε επισκεφτεί, σαν την προτείνω ανενδοίαστα. Εαν κάνετε μόνον ένα ταξίδι στην Αμερική, επισκεφτείτε τη Νέα Υόρκη και την Καλιφόρνια. Είμαι σίγουρος πως θα σας ανταμείψει.

Tuesday, October 23, 2007

Ο έντιμος κύριος Lukowski


Θα ζητούσε πολιτικό άσυλο. Δυό μέρες πρίν τελειώσει η παραμονή του στη Δύση. Πρώτα στην αστυνομία για να κατοχυρωθεί το status. Μετά, θα έστελνε ένα γράμμα στον πρόεδρο του πανεπιστημίου που είχε υπογράψει την υποτροφία του στη Δύση. Θα έπιανε σπίτι σε κάποιο χωριό και θα κρυβόταν. Θα χανόταν για λιγες εβδομάδες. Θα έσκαγε τη βόμβα και μετα θα περίμενε.

Stanislav Lukowski, μηχανολόγος μηχανικός, καθηγητής του πανεπιστημίου της Κρακοβίας. Ψηλός, με μαύρα αχτένιστα μαλλιά, πρόωρες ρυτίδες, και παλιομοδίτικα κουστούμια. Απόλυτα μοναχικός, με μόνη του συντροφιά τη χαμηλή μουσική. Ζούσε τη ζωή του σε κάποιο περίεργο περιθώριο ανάμεσα στη δουλειά του πανεπιστημίου και το μισοσκότεινο δωμάτιό του.

Είχε μια καλή βιβλιοθήκη με βιβλία λογοτεχνίας και μηχανικής. Λεξικά και χάρτες. Μεγάλη συλλογή δίσκων jazz και κλασικής μουσικής. Και πολλά μικρά φωτάκια στις γωνίες του δωματίου του, που έκαναν μια ευχάριστη ατμόσφαιρα. Πάνω στο γραφείο του μια γραφομηχανή, και παντού γύρω του σελίδες γραμμένες στο χέρι, σκόρπιες πολωνικές εφημερίδες, και γερμανικά βιβλία φιλοσοφίας.

Γεννήθηκε στην Κρακοβία απο οικογένεια πλούσια και καλλιεργημένη. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός, η μητέρα του δασκάλα σε τοπικό σχολείο. Είχε και μια αδερφή μικρότερη, την Ελίνα που υπεραγαπούσε. Η ζωή του ήταν απλή. Καλά τα σχολεία της νοιότης του, δασκάλα γερμανικών στο σπίτι, μαθήματα μουσικής και πιάνου. Και τα σαββατοκύριακα στην επαρχία, στο εξοχικό σπίτι της οικογένειας, δημιούργημα αυτό του δραστήριου και κοινωνικού παππού του. Αυτός ηταν πάντα ένας κλειστός χαρακτήρας, κλεισμένος στον εαυτό του και στο σπίτι του.

Ο κομμουνισμός έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή του. Το εξοχικό σπίτι αφαιρέθηκε απο την οικογένεια, και μοιράστηκε σε άλλες οικογένειες. Τα αποθεματικά της οικογένειας σώθηκαν με τον καιρό, καθώς ο πατέρας του έχασε τη δουλειά του και μετατέθηκε σε κάποια κολλεκτίβα του βορρά. Μα όσο και το σύστημα να τους κυνήγησε, η οικογενειά του διατήρησε την αριστοκρατική της υπόληψη και αξιοπρέπεια. Ο πατέρας του συνέχισε να γράφει λογοτεχνήματα σε τοπικές εφημερίδες, και η μητέρα του να παραδίδει ακόμα μαθήματα πιάνου. Εκείνος ακολούθησε την επιθυμία του πατέρα του να γίνει μηχανικός. Το ήθελε άλλωστε και ο ίδιος. Σκληρά τα χρόνια του πανεπιστημίου, δούλευε και σπούδαζε συγχρόνως, στη ζωή του έκανε τα πάντα σωστά και τίμια, ηταν τελειομανής. Σαν τέλειωσε το πανεπιστήμιο, έπιασε την πρώτη του δουλειά σε κάποιο εργοστάσιο παραγωγής υδραυλικών ειδών. Τιποτε το ιδιαίτερο, αλλά και εκεί ακόμα, κατάφερε με τον καιρό να γίνει μανατζερ και να πάρει διακρίσεις.

Τον προσέγγισαν για να γίνει μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος. Να συμμετάσχει στα σεμινάρια στρατηγικής για την οικονομική ανάπτυξή της χώρας. Να γνωρίσει και να έρθει σε επαφή με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, ανθρώπους της εξουσίας. Για μήνες τους απέφευγε. Ετρεφε μια απεχθεια για τον τύπο του ανθρώπου που στήριζε το μέλλων του και τα όνειρά του στο κόμμα. Μα τελικά ενέδωσε. Οχι βέβαια γιατι ηταν κομμουνιστής. Στην Πολωνία κανένας δεν ήτανε κομμουνιστής. Τον πίεσε η αδερφή του. «Είσαι τρελός;» του είπε. Δεν βλέπεις γύρω σου τί γίνεται; Τα μέλη του κόμματος έχουν πρόσβαση στα πάντα. Καλούς γιατρούς, μαγαζιά με καλά ξένα ρούχα, γαλλικά κρασιά, απαγορευμένα βιβλία. Παίρνουν βίζες για ταξίδια στη Δύση, αυξήσεις στους μισθούς, καλές συντάξεις και διαμερίσματα. Ο Στανυ αντιστάθηκε. Οι κομματάνθρωποι τρώνε ο ένας τις σάρκες του άλλου. Ρουφιανεύουν τους πάντες και τα πάντα για να διατηρήσουν τα προνόμια. Αλλά τελικά υπεχώρησε. Τόκανε για την Ελίνα. Ειχε δυό παιδιά να μεγαλώσει...

Τώρα ο Στάνυ βρίσκονταν στη Δύση με κάποια υποτροφία για δύο χρόνια. Τα προνόμια. Η Δύση του άρεσε. Είχε ελευθερία. Είχε καλά βιβλία, μουσική, ευχάριστο περιβάλλον. Η Πολωνία ήταν μίζερη. Κατεβασμένα τα βλέμματα των ανθρώπων, βαρύ το σύστημα της παρακολούθησης. Σκέτη σιχαμάρα. Οι ρουφιάνοι του κόμματος κυβερνούσαν και νέμονταν τον πλούτο των φορολογουμένων. Για να ταξιδεύσεις απο μιά πόλη στην άλλη, χρειαζόσουνε βίζα. Επρεπε να αντικρύσεις εκείνο το κρύο βλέμμα του αστυνομικού που ήταν υποχρεωμένος να σου κάνει ηλίθιες ερωτήσεις. «Γιατί θέλετε να ταξιδεύσετε στη Βαρσοβία, κύριε Λουκόβσκι;».

Ομως ο καιρός περνούσε, τα δύο χρόνια της υποτροφίας τέλειωναν. Αγωνιούσε να βρεί τρόπο να παραμείνει στη Δύση. Το πανεπιστήμιο είχε δείξει κάποιο ενδιαφέρον. Ηταν και κάτι εταιρείες που θα τον προσλάμβαναν το άψε σβήσε. Και με καλό μισθό. Φανταζόταν τα μούτρα των συναδέλφων του οταν θα μάθαιναν πως εκείνος τους έγραψε κι’ αυτούς και το πανεπιστημιακό τους άνδρο. Θα τον ζήλευαν. Η αστυνομία θα πήγαινε στο πανεπιστήμιο ρωτώντας. Σίγουρα οι πάντες θα τον κατηγορούσαν. Οτι φαινόταν πως είχε τάσεις μπουρζουαζίας, άλλωστε η οικογένειά του ήταν αριστοκρατική, είχε και πιάνο.

Θα τους έγραφε και θα εξαφανιζόταν. Θα άρχιζε μια καινούργια ζωή, όπως την ήθελε εκείνος. Θα ζούσε μοναχικά, αλλά όχι κρυμμένος. Θα ζούσε με λίγα αλλά θα ήταν ευτυχισμένος. Θα ταξίδευε όπου γουσταρε χωρίς περιορισμούς. Θα είχε ό,τι βιβλίο ήθελε στη βιβλιοθήκη του. Δεν θα χρειαζόταν να απαντά πια σε ηλίθιες ερωτήσεις. «Διαβάσατε τις ντιρεκτίβες του πανεπιστημίου της Κρακοβίας για τη πρέπουσα συμπεριφορά των μελών του, σε περίπτωση επίσκεψης ξένης αντιπροσωπίας;»

Το μυαλό του πήγε στην Ελίνα. Και τα παιδιά. Θα της έστελνε ενα γράμμα με κάποιον έμπιστό του. Σίγουρα θα στεναχωριόταν και θα έκλαιγε. Την αγαπούσε και τη νοιάζονταν. Προσπαθούσε να συλλογισθεί τίς επιπτώσεις στη ζωή της. Θα την επισκεπτόταν η αστυνομία. Θα την καλούσαν στο πανεπιστήμιο. «Δώσαμε τα πάντα στον αδελφό σας κυρία Lukowski, και εκείνος μας πρόδωσε». Θα την έκαναν να αισθανθεί ένοχη, θα τη χτυπούσαν με μίσος. «Κυρία Ελίνα ο αδελφός σας εγκατέλειψε τη δουλειά του. Καταλαβαίνετε βέβαια πως χάνει και κάποια προνόμια ειδικής μεταχείρισης». Θα έχανε η Ελίνα τη κάρτα των ειδικών υπηρεσιών που είχε χάρι σ’ αυτόν, τους γιατρούς, τα βιβλία, το καλό διαμέρισμα στη πόλη.

Εκείνος θα ζούσε ελεύθερος. Θα γύρναγε στο σπίτι ό,τι ώρα ήθελε. Θα ταξίδευε στο Παρίσι, το Λονδίνο, το Βερολίνο. Θα γνώριζε ανθρώπους με μόρφωση, με πνεύμα. Δεν θα ήταν πια υποχρεωμένος να ανεχθεί το ηλίθιο σύστημα της καταπίεσης. «Λάβαμε ενα δέμα απο το Αμστερνταμ, κύριε Lukowski , έχει μεσα μερικά βιβλία. Μερικοί εδώ αξιολόγησαν αυτά τα βιβλιά ως προπαγανδιστικά. Για να τα παραλάβετε θα πρέπει να έχετε άδεια της αστυνομίας. Θα χρειαστεί μια σύντομη συνέντευξη».

Ζαλιζόταν. Επρεπε τώρα να αποφασίσει. Τώρα ήταν η ώρα, τώρα η ευκαιρία. Είχε δουλειά, είχε υποστηριχτές. Τώρα Στάνυ, τώρα.

--------------------------------------------------------------------------

Ο Στάνυ δεν τόλμησε. Φοβήθηκε πως δεν θα ξανάβλεπε την πατρίδα του ποτέ. Δεν θα ξαναγευόταν το φαγητό της, δεν θα ξαναμύριζε την άνοιξη της Κρακοβίας. Για τη δουλειά του δεν τον ένοιαζε, φοβόταν όμως για την Ελίνα και τα παιδιά. Αυτός δεν είχε οικογένεια, η Ελίνα όμως και τα παιδιά θα υπέφεραν. Θα έχανε το καλό το διαμέρισμα που έμενε, θα εδιωχναν και τα παιδιά απο το ειδικό σχολείο που πήγαιναν. Και αυτός; Τι ελευθερία θα είχε σαν ξένος μες στους ξένους; Για λίγα πιο καλά βιβλία; Για μερικά καλά γαλλικά κρασιά;

Θυμήθηκα τον Στάνυ τη μέρα που έπεσε το τοίχος του Βερολίνου. Θυμάμαι που μου είχε πεί πως ο Κομμουνισμός θα σαπίσει μέχρι να γίνει σκόνη. Και μαζί του, θα σαπίσει και εκείνον, καθηγητή πανεπιστημίου και μέλος του κόμματος. Αλλά όχι σ’ αυτή τη γενιά, μου είχε πεί. Θα χρειαστούν ακόμα μερικές γενιές σαπίσματος. Καθώς έβλεπα στη τηλεόραση το πλήθος να χτυπάει με μανία το Τοίχος της ντροπής, σκέφτηκα πως ο Στάνυ μάλλον είχε κάνει λάθος. Το σάπισμα τελείωνε. Η Πολωνία ελευθερωνόταν. Οι ηλίθιες ερωτήσεις θα σταματούσαν.

Εντιμος άνθρωπος ο κύριος Lukowski. Η πολύμηνη παρέα του ήταν για μένα θησαυρός. Προτίμησε να μην παντρευτεί για να μη μεγαλώσει παιδιά μέσα στο σύστημα που αντιπαθούσε. Εζησε απλά, αυτός, η μουσική και τα βιβλιά του.

Υπολόγισα την ηλικία του. Θα πρέπει να ήταν σίγουρα γύρω στα εξήντα. Πιθανότατα συνταξιούχος. Τον φαντάζομαι στο σαλόνι κάποιου διαμερίσματος να παρακολουθεί έκθαμβος τα νέα της κατάρευσης. Να διαβάζει κάποιο βιβλίο, να ακούει μουσική. Προσπαθώ να μαντέψω τα συναισθήματά του. Αδύνατον. Αλλά δεν έχει πιά σημασία. Ο Στάνυ είναι για μένα ένα σύμβολο, και ως τέτοιο μπορώ να τον εξιδανικεύσω. Στη συνείδησή μου, αντιπροσώπευε τους ανθρώπους της Ανατολικής Ευρώπης.

Χαίρομαι που το σύστημα εκείνο κατέρευσε. Κάτι μέσα μου μου λέει πως και κείνος θα συμφωνούσε μαζί μου.