
Aκουγόταν ενας ήχος ρυθμικός. Κάτι χτυπούσε την πόρτα στο κάτω διαμέρισμα. Σταματούσε για λίγο, μετα ξανασυνέχιζε. Χτύπος αγωνίας. Κατεβαίνω την εσωτερική σκάλα του σπιτιού και κατευθύνομαι προς το διαμέρισμα της Εmily. Ο χτύπος έρχεται απο εκεί. Στο εσωτερικό του μικρού διαμερίσματος, καθώς ανοίγω την πόρτα, βρίσκω την Εmily στο πάτωμα. Χτυπούσε τη πόρτα με το μπαστούνι της. Με είχε ανάγκη.
Η Εmily είναι 103 ετών. Γεννήθηκε στη Ρωσία κάπου το 1890. Ούτε κι’ αυτή είναι σίγουρη. Τα πιστοποιητικά γεννήσεως έχουν χαθεί προ πολλού κάπου στην αχανή χώρα. Εκεί η Εmily πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Μετά ήρθε στην Αμερική με τον άντρα της. Οι λόγοι άγνωστοι. Η ζωή της ένα μυστήριο. Δεν έκανε ποτέ παιδιά. Δεν αναφέρθηκε ποτέ σε συγγενείς. Κάποτε ο άντρας της πέθανε και η Εmily έμεινε μια μοναχική χήρα σε μια ξένη χώρα, με το ελάχιστο εισόδημα της πολιτείας. Χωρίς συγγενείς, χωρίς φίλους. Τα αγγλικά της λίγα και σπαστά.
Το διαμέρισμά της σκοτεινό, είχε πάντα μια μυρωδιά απο κερί. Καθόταν στο παράθυρο και κοιτούσε το απέναντι σχολείο. Ετσι μου είπε. Της άρεσε να βλέπει τα παιδιά να τρέχουν χαρούμενα στο προαύλιο, να κατεβαίνουν φωνάζοντας απο το σχολικό. Και σαν τέλειωνε η σχολική μέρα, την έπιανε μια αφόρητη κατάθλιψη. Εσβηναν οι παιδικές φωνές, και η Εmily βυθιζόταν σε μια απέραντη μοναξιά. Μέχρι να ξανάρθουν τα παιδιά την άλλη μέρα, να ξαναρχίσουν οι φωνές.
Την βοηθώ να σηκωθεί. Να καθήσει στην καρέκλα. Της δίνω λίγο νερό. Εκείνη με κοιτάει με ένα γλυκό χαμόγελο, μια άγια ηρεμία. Το ξέρω πως με συμπαθεί. Είμαι ένας καλός γείτονας. Ενδιαφέρθηκα για τη ζωή της, τη ρώτησα πράγματα. Ημουνα ίσως ό μόνος. Και εκείνη μου πρόσφερε τσάι και βουτήγματα. Και μου μίλησε για τη μεγάλη χώρα, τη Ρωσία, για τη μεγάλη επανάσταση που βίωσε απο κοντά στα χρόνια της εφηβίας της. Για τις καταστροφές, τη φτώχια, το κρύο της Ρωσίας. Για τα άλογα που την βάζαν να φυλάει. Για τους Μπολσεβίκους, το πυκνό χιόνι, τους μπουρζουάδες της Μόσχας, τα πέτρινα ψηλοτάβανα αρχοντικά, τις κυρίες με τα καπελίνα.
Μου σφίγγει το χέρι. Θέλει κάτι να μου δώσει. Τώρα, μου λέει. Τώρα είναι η ώρα. Ανοίγει το συρτάρι του μικρού της γραφείου. Βγάζει απο μέσα ενα βιβλίο τυλιγμένο σε μαντήλι. Μου το προσφέρει κοιτάζοντάς με στα μάτια. Το χέρι της σφιγμένο στο δικό της. Μια στιγμή χωρίς λόγια. Στιγμή σιωπής.
Είναι ενα πολύτιμο βιβλίο. Βιβλίο του 1917. Το λογοτεχνικό πόνημα του άντρα της, που κάποτε ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ενα βιβλίο που το εξέδωσαν στη Ρωσία οι Μπολσεβίκοι, ένα βιβλίο που πέρα απο μια μικρή ομάδα, κανείς δεν το διάβασε ποτέ. Ενα βιβλίο που η Εmily αγαπούσε. Το μόνο της βιβλίο. Φυλαγμένο για χρόνια στο συρτάρι, περιμένοντας τον άνθρωπο που θα το παραλάβει για μερικές ακόμα δεκαετίες, αυτόν που θα σεβαστεί την αξία του και το συμβολισμό του. Δεν είναι ένα τυχαίο βιβλίο. Εχει πάνω του χαραγμένη μια αξία. Στη δεύτερη σελίδα, κάτω απο τον τίτλο και το όνομα του συγγραφέα, υπάρχει μια αφιέρωση στην Εμιλυ. Και μια υπογραφή: Λέον Τρότσκι.
Συνάντησες Εμιλυ τον μεγάλο επαναστάτη; Μα βέβαια, ο άντρας της ήταν φίλος του. Τον θυμάσαι; Ναι, ήταν νέος τότε, σκέτη φωτιά, επαναστάτης. Μαζί του πολλοί άνθρωποι. Τραπέζια, χαρτιά, άλογα. Τι ακριβώς θυμάσαι; Κρατούσε στα χέρια του το βιβλίο του άντρα της, και έγραφε την αφιέρωση. Μετα την κοίταξε στα μάτια, της χαμογέλασε, την αγκάλιασε στοργικά και της είπε πως τα ποιήματα του άντρα της πάνε βαθιά στη ρωσική ψυχή, πως τον συντροφεύουν τις ώρες της περισυλλογής του. Και εσύ τι του είπες Εμιλυ; Δεν θυμάται, τάχε χαμένα. Μάλλον θα είχε κοκκινίσει. Θυμάται όμως πως μάζεψε τα φαγητά απο το τραπέζι, το πιάτο του. Πως τον κοιτούσε με δέος, με θαυμασμό, με αγάπη. Γιατί θα ελευθέρωνε τη Ρωσία..
Επιστρέφω σπίτι απο ενα διήμερο στην εξοχή. Τακτοποιώ τα πράγματα στο σπίτι, τα δώρα, τη φωτογραφική μηχανή. Κοιτάω τα γράμματα στο γραμματοκιβώτιο. Ενα σημείωμα απο την αστυνομία. “Η Εmily B. έχει μεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο, το βράδυ της Παρασκευής. Επικοινωνήστε με τον αριθμό ….”
Μοναχικιά και μόνη, η Εmily πέθανε το βράδυ της Παρασκευής ενώ εγώ άνοιγα κόκκινα γαλλικά κρασιά στις βουνοκορφές του Vermont. Καθώς έβγαινα απο το νοσοκομείο οπου πήγα να τη δώ, το μυαλό μου ξαφνικά άστραψε. Ενοιωσα μέσα μου να με διαπερνά μια σκέψη.
Η Εmily ήξερε πως θα πέθαινε. Το διαισθανόταν. Ηξερε επίσης πως θα έφευγα για το σαββατοκύριακο. Γι’ αυτό χτυπούσε με το μπαστουνάκι της την πόρτα. Να με δεί, να με προλάβει. Για να μου δώσει το βιβλίο. Το μοναδικό κειμήλιο της μακράς και θλιβερής ζωής της. Διάλεξε εμένα να της το φυλάξω. Εμένα εμπιστεύτηκε να δώσει το μόνο αντικείμενο που για κείνη είχε αξία. Εμένα εμπιστεύτηκε η Εmily για να το προστατεύσω.
Θεέ μου τι τιμή! Τι υπέροχο και πολύτιμο δώρο τώρα που πλησιάζουν οι μέρες των Χριστουγέννων! Τι χαρά να έρθουν σε μένα τα ποιήματα του νεαρού ποιητή, το κιτρινισμένο κειμήλιο. Απο την εποχή της μεγάλης επανάστασης.
Δεν ξέρω ρωσικά να το διαβάσω. Σίγουρα όμως δεν θα το πουλήσω. Αυτό μάλλον θα ήθελε και η Εμιλυ. Θα το κρατησω τυλιγμένο στο μαντήλι, θα το προστατεύσω. Μέχρι και εγώ να γεράσω. Και τότε, θα βρώ και εγώ κάποιον έμπιστο, και αφου του σφίξω το χέρι, γέρος πιά, θα του το παραδώσω. ..
Από μια γλυκιά ανάμνηση
Χριστούγεννα 1993