Sunday, January 27, 2008

Βία - Το νέο στάδιο της παρακμής

Στα πρώτα βήματα αυτού το μπλόγκ, στις αρχές του Σεπτέμβρη, με νωπά τα συναισθήματα απο τις μεγάλες πυρκαγιές που κατέστρεψαν το 10% των ελληνικών δασών, είχα εκφράσει τη σκέψη πως η περίοδος εκείνη σηματοδοτούσε την αφετηρία μια νέας περιόδου στα τεκταινόμενα της Ελλάδας. Η παρακμή μας, είχα σκεφτεί, μπαίνει τώρα σε ενα νέο στάδιο που εμπεριέχει βία.

Στο πόστ Ο νέος κύκλος βίας, και μέσα σε μια στιγμή προσωπικής θλίψης για την μεγάλη καταστροφή που βίωσα στην πατρίδα με τα παιδιά μου, είχα γράψει τότε:

"Για μένα, οι φωτιές αυτές είναι σημάδι πως η κοινωνία μας μπαίνει πιά σε νέο στάδιο παρακμής. Και το νέο στάδιο εμπεριέχει βία. Είναι τόσο μεγάλη η παρακμή της ελληνικής κοινωνίας αυτή τη στιγμή, που οι θρασείς συντεχνίες των παντών είδους νταβατζήδων, έχοντας πλέον καταλάβει πως δεν υπάρχει καμιά νομική, ή συνειδητή αντίδραση εναντίων τους, περνούν στον επόμενο κύκλο θράσους, και αυτός εμπεριέχει ωμή βία.
Μακάρι να διαψευστώ, αλλά φοβάμαι πως απο δώ και πέρα, τα παντός είδους ξεσπάσματα θα παράγουν θύματα. Θύματα στη επαρχία με φωτιές, θύματα στα γήπεδα με τους οπαδούς, θύματα στην νυχτερινή διασκέδαση, θύματα στα πανεπιστήμια. Οταν η παρακμή αυξάνεται, αυξάνεται και το θράσος. Οι αναστολές μειώνονται, η βία θεριεύει."

Είχα ελπίσει σε διάψευση. Να βγώ λάθος στη θλιβερή μου πρόβλεψη. Να πέσω έξω.

Ματαίως οι ελπίδες. Aπο το Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα, μόνον μέσα σε 5 μήνες, ο ελληνικός λαός βίωσε τεράστια γεγονότα βίας. Η αλητεία της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής αυξήθηκε με γεωμετρικό ρυθμό. Στην ειδησεογραφία της καθημερινότητας, τα θύματα άρχισαν να εμφανίζονται πια από όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής.

Παραθέτω μερικά χτυπητά παραδείγματα -

Απο το χώρο της «οικονομικών συναλλαγών μας»
Πιστολίδι με ληστή σε ταμιευτήριο
Αντιμετωπίσαμε τις ληστείες τραπεζών με χαβαλέ, σαν να μήν τρέχει τίποτα. Το ανίκανο κράτος δεν έδωσε καμμιά προστασία στις τράπεζες. Οι ληστές αυξήθηκαν σημαντικά. Το θράσος τους κορυφώθηκε. Τώρα αρχίζει η αντίδραση. Αφου το κράτος δεν μπορεί να προστατεύσει τις περιουσίες ανθρώπων και εταιρειών, θα μπορέσουν οι πολίτες.

Απο το χώρο της «καθημερινής ζωή μας»
Επίθεση σε αστυνομικό τμήμα
Αντιμετωπίσαμε τους νεαρούς αλήτες των Εξαρχείων σαν γραφικούς αντιεξουσιαστές. Αντι να τους κατανομάσουμε ως τρομοκράτες και να τους μαντρώσουμε, τους αφήσαμε να σπάνε γήπεδα, πανεπιστήμια, να καίνε περιουσίες πολιτών. Η κυβέρνηση μας είπε πως είναι 700 με 800. Δεν συνέλαβε κανέναν. Λογικά το θράσος τους μεγάλωσε. Σήμερα οι αλήτες επιτέθηκαν στην κυβέρνηση. Θράσος χωρίς όρια.

Απο το χώρο των «γηπέδων»
Nεκρός Φίλαθλος ομάδας
Αφήσαμε τους αλήτες των ΠΑΕ να φτιάξουν συμμορίες πίσω απο την κάθε ποδοσφαιρική ομάδα. Ο κόσμος έφυγε σιγά σιγά απο τα γήπεδα. Το θράσος κορυφώθηκε και εκεί. Δεν βαριέσαι, είπε το ανίκανο κράτος, έξω απο τα γήπεδα είναι ήσυχα. Φεύ! Με τον πρώτο νεκρό στη Παιανία, η αστυνομία θα έπρεπε να έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο. Σήμερα οι οπαδοί τραμπούκοι ψάχνουν τα θύματα στις καφετερίες και τα σκοτώνουν μέρα μεσημέρι.

Απο το χώρο της «διασκέδασης»
Oμηροι ληστών σε νυχτερινό κέντρο
Ενα ακόμα ταμπού σπάζεται. Ομηροι οι πολίτες στο μπάρ, στο μπουζουκσίδικο, στη καφετερία. Λογικό. Στο παρελθόν έσπασαν και άλλα ταμπού (ομηρίες επιβατών λεωφορίων). Πόσους έπιασε η αστυνομία;

Απο το χώρο της «ζωής των παιδιών μας»
Nεαρός νεκρός απο ναρκωτικά
Ενας ακόμα νεκρός, θύμα ενός εμπορίου που τρώει τα παιδιά μας. Αλλά πως να τα προφυλάξεί το ανίκανο κράτος; Αφου στη λογική του δεν υπάρχει εμπόριο. Μόλις φέτος πληροφορηθήκαμε πως ένα ολόκληρο χωριό, τα Ζωνιανά, ασχολούνται καθ’ ολοκληρίαν με εμπόριο ναρκωτικών, ληστείες, ξηλώματα ATM απο τράπεζες, εκβιασμούς που καλύπτουν μεγάλο μέρος της Κρήτης. Δύο υπουργοί δημόσιας τάξης απο τη Κρήτη, Βαλυράκης και Βουλγαράκης δεν εθιξαν καν το θέμα.

Απο το «βαθύ μας κράτος»
Με οδηγό τα Ζωνιανά!
Και καθώς η κυβέρνηση κλείνει πλέον και νομικά το θέμα των υποκλοπών, χωρίς να ξεκαθαρίσει ποιοί ηχογραφούσαν τα 100 και πλέον δημόσια πρόσωπα, ποιός σκότωσε τον νεαρό Τσαλικίδη, και τι ρόλο έπαιζε η Vodafone, η βία ήδη κλιμακώνεται σε όλη τη χώρα, και σε όλους τους τομείς. Οι παρανομίες της νέας περιόδου καλύπτουν πλέον τα πάντα, απο παροχές προστασίας νυχτερινών κέντρων, εμπόρια όπλων, μέχρι και παγιδεύσεις αυτοκινήτων με εκρηκτικά. Στο νέο στάδιο της παρακμής μας, η βία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο.
---------------------------------------------
Τι να περιμένει κανείς όμως απο την κυβέρνηση των 152 βουλευτών, που σήμερα τρέμει μη χάσει τον Κουκοδήμο και πέσει; Τι να αναμένει κανείς απο εναν πρωθυπουργό που έκανε τη γυναίκα του απο νηπιαγωγό χειρούργο, σε χρόνο ρεκόρ, και μάλιστα στο Τufts της Βοστώνης, μέσω αλληλογραφίας; Τι να περιμένει κανείς μέσα απο τον τελευταίο χείμαρρο των Ζαχοπούλειων σκανδάλων οπου πρωταγωνιστούν ένα σωρό τηλεοπτικοί αλήτες και που ο πρωθυπουργός κρύβεται;

Tι να περιμένει κανείς απο το ΠΑΣΟΚ, στα προθυρα διάσπασης, τη μεγαλύτερη συμμορία καταλήστευσης δημοσίου χρήματος που γνώρισε ποτέ η χώρα, την ομάδα που με τις λαικίστικες κλαδικές της κατασπατάλησε τρια κοινοτικά πακέτα, απέσυρε τους υπουργούς της πάμπλουτους, και σήμερα άλλαξε ρούχα και έβαλε το θλιβερό Γιωργάκη να μας πεί πως «ο λαός θέλει να πάμε αριστερότερα»;

Τι να περιμένει κανείς απο ένα κοινοβουλευτικό σύστημα πολυκομματικό, με κάτι μικρά κόμματα της πλάκας που η μόνη τους στρατηγική είναι η κινδυνολογία, ο ψευτοεθνικισμός, ο αντιδυτικισμός, ο αντιαμερικανισμός, ο θρησκευτικός φανατισμός, ο αντιμεταναστευτικός ρατσισμός, και η επιθυμία να διατηρήσουν με κάθε τρόπο μια μικρή εκλογική βάση που θα τα διατηρήσει στο κοινοβούλιο;

Τι να περιμένει κανείς απο την αστυνομία που στα μάτια του απλού πολίτη δικαίως έχει απαξιωθεί, έχει χάσει κάθε αξιοπιστία, και στη συλλογική συνείδηση του Ελληνα αποτελεί ένα σύνολο δημοσίων υπαλλήλων που στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορούν, στη δε χειρότερη τραμπουκίζουν;

Και μέσα σε τι περιβάλλον να δωθούν λύσεις; Σε τι θεσμικό και φιλοσοφικό πλαίσιο;

Νίκησε στην πατρίδα μας ο λαικισμός, η άνοδος της ασημαντότητας, η επιβράβευση της αλητείας ως πρότυπο συμπεριφοράς. Νίκησε ο φιλοδοξών κάτω του μετρίου, ο τύπος ανθρώπου που υποταγμένος στο μισθό των 700 ευρώ το μήνα, ονειρεύεται λοβιτούρες, τρόπο να αποκτήσει κόττερο και βίλα χωρίς μόχθο, χωρίς γνώση, χωρίς κανένα προσόν.

Τις λύσεις τις ξέρουμε ήδη όλοι μας. Χρειαζόμαστε ένα κίνημα ηθικής στη χώρα μας, πρότυπα για τα παιδιά μας. Χρειαζόμαστε έντιμη και εκπαιδευμένη αστυνομία, ομάδες καταστολής τρομοκρατίας, συστήματα πληροφορικής για συλλογή και αξιολόγηση πληροφοριών, πρωθυπουργό που να βγαίνει στη τηλεόραση και να κουνιέται ο τόπος.

Η χώρα είναι σε ελεύθερη ηθική πτώση. Η βία κλιμακώνεται, η καθημερινή τρομοκρατία γιγαντοποιείται. Το τίμημα θα το πληρώσουμε όλοι μας σε ληστείες, ομηρείες, γηπεδικούς τραμπουκισμούς, επιθέσεις αναρχικών, εκβιαστές, Θέμους και Μάκηδες.

Ποιός θα τα αλλάξει όλα αυτά;
Εναπόθεσα τις ελπίδες μου στον κ. Καραμανλή. Ομολογώ πως έχω πικρά απαγοητευθεί.

Tuesday, January 22, 2008

Του ρολογιού οι δείχτες

Φθινόπωρο. Ξεγυμνώνονται τα δέντρα απ’ τα φύλλα, γκριζαίνει ο ουρανός μελαγχολικά, τα σύννεφα βαραίνουν. Ο κρύος αέρας του Ατλαντικού περνάει μέσα απο τις γειτονιές. Μια ηρεμία επικρατεί παντού, η ηρεμία πριν το ξέσπασμα της καταιγίδας. Χαμηλώνουν οι φωνές, σταματούν οι εξάρσεις. Στα μάτια του κόσμου βλέπει κανείς την έγνοια της προετοιμασίας, την ανασκούμπωση. Τα παιδιά στο σχολείο, οι μεγάλοι στις δουλειές. Είναι στιγμή αφετηρίας. Ας μαζέψουμε ό,τι καλό μας άφησε το καλοκαίρι, και ας ξεδιπλώσουμε νέα όνειρα και σχέδια παραγωγικά. Ας προετοιμάσουμε βιβλία, μουσικές και προγράμματα για τη μεγάλη περίοδο που απλώνεται μπροστά μας. Η φύση ξαποσταίνει.

Με την έκρηξη των στοιχείων της φύσης, ο Χειμώνας φοβίζει και προκαλεί. Προστατευτείτε. Η ζωή σταματά για λίγο, μπαίνει σε λήθαργο. Τα παιδιά θα κυλιστούν στα χιόνια της αυλής, θα φτιάξουν χιονάνθρωπους και παγωμένα κάστρα. Το τζάκι πυρώνει τη φωτιά, θέλει παρέα και καλό κόκκινο κρασί. Μικραίνει η μέρα, μας καλεί σε αυτοσυγκέντρωση. Είναι μια παραγωγική περίοδος για τη ψυχή, το πνεύμα και τη σκέψη. Μέσα στο παγωμένο τοπίο, ο άνθρωπος βυθίζεται στις βαθιές της ψυχής του στοές και ψάχνει την ύπαρξή του. Αυτοαναλύεται μέσα σε στιγμές μοναχικές, στιγμές αυτογνωσίας. Υπέροχος καιρός για να ολοκληρωθούν διαβάσματα, σκέψεις, γραπτά που εκκρεμούν, σχέδια που απαιτούν βαθιά περισυλλογή και χρόνο.

Την Ανοιξη το φώς επιστρέφει, γεμίζει η αυλή πολύχρωμα λουλούδια, δενδρόκαρπους, πουλιά και σκιουράκια. Θεριεύει ξανα η φύση με ήχους και χρώματα, αναγεννιέται. Και μαζί της, ξυπνά ξανά μέσα μας η ελπίδα, η αγάπη για τη ζωή, η αξία της ύπαρξης. Καιρός για θάλασσες, βουνά και πάρκα, καιρός για επαφή με υπαίθριες μουσικές, αναβάσεις σε δασωμένες πλαγιές, ψαροχώρια της ακτής, βόλτες σε πλακόστρωτα σοκάκια, καφεδάκια στις πλατείες. Η ανακύκλωση των φυσικών στοιχείων, έτσι όπως τα πλάθει η φύση, συμβολίζει νοητά και τον κύκλο της ζωής μας. Συμβολίζει τη μοναξιά, τη ματαιότητα, τη θλίψη, αλλά και την ελπίδα. Ο κύκλος της ζωής μας.

--------------------------------------------------
Οι σκέψεις αυτές μου ήρθαν στο μυαλό καθώς άκουγα ένα απο τα αγαπημένα μου μουσικά έργα, τις "Τεσσερις Εποχές" του Βιβάλντι. Κοιτούσα απο το παράθυρο του σπιτιού μου το γκρίζο τοπίο, και μέσα στη γλυκιά ροή των πνευστών, ο ύπνος με πήρε γλυκά στον καναπέ. Οταν ξύπνησα, το τοπίο ήταν χιονισμένο. Αναπόλησα ξαφνικά το φώς της Ανοιξης.

Thursday, January 17, 2008

Ο Αντάρτης του Δούναβη

Περιφερόταν στις λαικές αγορές της Βουδαπέστης ψάχνοντας έλληνες τουρίστες. Στη μεγάλη πλατεία, κάτω απο το παλιό κάστρο έκαναν σταθμό λεωφορεία με ομάδες ελλήνων τουριστών. Κάθε πρωί, ντυμένος με το μάλλινο κουστούμι του, το γιλέκο και τη σκούρα γραβάτα, εκείνος έπαιρνε το τράμ απο τη φτωχική του συνοικία και κατέβαινε στην όμορφη πόλη.

Μέσα στους μικροπωλητές που πουλούσαν τρόφιμα, σουβενίρ και μικροαντικείμενα, ο ασπρομάλλης κύριος προχωρούσε με αργές κινήσεις βόλτας, ψάχνοντας το άκουσμα της μητρικής του γλώσσας. Ηταν όμορφο που έλληνες επισκεπτόταν την Ουγγαρία. Και συνάμα απίστευτο. Μα τόσο πέρασε ο καιρός, τόσο κύλισε ο χρόνος, που η χώρα των Μαγυάρων έχει τουριστικό ενδιαφέρον; Και τι να γίνεται τάχα στη μακρινή πατρίδα, τόσο άλλαξαν τα πράγματα και εκεί, που τώρα εξάγει και τουρίστες;

Γνώρισε πρώτα τον πατέρα. Του συστήθηκε. Μιχάλης Συμεωνίδης. Ελληνας της Ουγγαρίας. Μακεδόνας στη καταγωγή. Συνταξιούχος. Πρόθυμος να μας ξεναγήσει στην όμορφη πόλη που ο Δούναβης χώριζε στα δύο. Τη Βούδα και την Πέστη. Εκείνος έμενε μισή ώρα απο δώ, σε κάποια εργατική πολυκατοικία. Ενα όμορφο διαμέρισμα. Δεν είχε αυτοκίνητο. Θα μας έδειχνε το υπέροχο κοινοβούλιο της πόλης, την εκκλησία του Αγίου Ματθαίου, τις λαικές αγορές. Θα μας πήγαινε σε πάρκα και μουσεία, ωραία μαγαζιά και πολυτελή εστιατόρια. Αφιλοκερδώς. Απλά, ήθελε να είναι με έλληνες.

Με συμπάθησε. Ημουν ο μόνος στον οποίο χαμογέλασε. Ο κύριος Μιχάλης. Ασπρα μαλλιά, πρόσωπο μελαγχολικό. Με ρωτάει για το σχολείο. Τελειώνω το γυμνάσιο φέτος, του απαντώ. Το 79 θα είναι για μένα η χρονιά της ελευθερίας. Θα πάω στο πανεπιστήμιο. Αθήνα, Θεσσαλονίκη, ίσως και στο Λονδίνο. Είναι η πρώτη μου φορά έξω απο την Ελλάδα. Οδικά με την οικογένειά μου.

Θέλετε να πάμε πιο σιγά; Ναι, είναι το ξύλινο πόδι που κουράζει. Το έχει χρόνια. Απο παιδί, τότε που πάτησε μια χειροβομβίδα στα ανοιχτά χωράφια της πατρίδας. Γέμισε πληγές και αίματα. Οι σύντροφοι τον μάζεψαν και τον βοήθησαν. Εχανε άιμα. Τυχαία, στο πρώτο χωριό που πέρασαν ρωτώντας, υπήρχε ένας γιατρός. Κάποιος έτρεξε να τον βρεί. Κρυφά μέσα στη νύχτα. Την εποχή του αντάρτικου, νεαρέ μου, όλα γινότανε στη ζούλα.

Ας μη μιλάμε δυνατά. Σε μερικούς δεν αρέσει που μιλάω σε ξένους. Μα οι έλληνες δεν είναι ξένοι για μένα, είναι οι δικοί μου άνθρωποι, μιλούν τη γλώσσα μου. Αλλωστε τώρα πιά δεν έχει σημασία, είμαι πια μεγάλος και συνταξιούχος. Δεν έχω τίποτα να φοβηθώ. Με τους αντάρτες περάσαμε στη Γιουγκοσλαβία. Οι μεγαλύτεροι έκαναν τις επαφές. Με τον καιρό καταλήξαμε στην Ουγγαρία. Εδώ φάγαμε για πρώτη φορά σε αληθινό τραπέζι με καρέκλες. Οι Ούγγροι μας φέρθηκαν καλά. Δεν είχαν κι’ αυτοί πολλά, αλλά μας έδωσαν δουλειά σε φάμπρικα, και σπίτι για να μείνουμε. Σπίτι με ζεστό νερό. Φαντάσου!

Θα μείνουμε μερικές μέρες στο διαμέρισμα του κυρίου Μιχάλη, ανακοινώνει ο πατέρας. Επιθυμει να μας φιλοξενήσει. Τον έπεισε πως έχει μεγάλο διαμέρισμα, τρία δωμάτια, και είναι μόνος. Το σπίτι του, το έδωσε το κράτος στο μεγάλο του γιό, τον Αρη που δε μένει πιά εκεί. Ναι, έλληνας ο Αρης, μιλάει καλά ελληνικά. Αλλά εχει βέβαια και το Ουγγαρέζικο. Εδώ μεγάλωσε, εδώ νοιώθει. Θα τον πληρώσουμε και κάτι. Δεν ζήτησε λεφτά, αλλά εμείς δεν θα τον αφήσουμε έτσι. Είναι καλός άνθρωπος. Νοσταλγεί απέραντα την Ελλάδα.

Μεγάλο και ωραίο το διαμέρισμα του κυρίου Μιχάλη. Στο σαλόνι του σπιτιού, μια συλλογή με ελληνικά αγάλματα. Ο Μέγας Αλέξανδρος, τον μαθαίνουνε και οι Ούγγροι στο σχολείο, δικός μας, στρατηλάτης. Ο Σωκράτης, το πνεύμα της δαιμόνιας φυλής μας, εδώ, δίπλα στον Αριστοτέλη. Μας πούλησε ο Καραμανλής, νεαρέ μου. Κανόνισε με τους Ούγγρους να μας κρατήσουν εδώ. Να μην μας δώσουν τις συντάξεις μας στην Ελλάδα. Ούτε μπορούμε να ταξιδέψουμε. Δεν έχουμε διαβατήρια, ούτε άδειες. Η Ελλάδα δεν μας θέλει. Ενώ εμείς την αγαπάμε.

Το όνειρο του κυρίου Μιχάλη είναι να γυρίσει στην Ελλάδα. Να νοιώσει μετά απο μια ολόκληρη ζωή το υπέροχο ταξίδι της επιστροφής. Να κατέβει απο το τραίνο και να φιλήσει τα άγια χώματα της πατρίδας. Να νοιώσει στο κορμί του τον καυτό ήλιο της μεσογείου, να κατέβει στο χωριό που άφησε μικρός και να περπατήσει στα σοκάκια. Ηταν παιδί όταν έφυγε. Αντάρτης απο τύχη, θύμα της Ιστορίας και του πολέμου των Ελλήνων. Εδωσε ό,τι ήταν να δώσει στη θετή πατρίδα του. Εκανε το χρέος του. Τώρα θάθελε να φύγει. Αλλά δεν τον αφήνουν.

Οχι νεαρέ μου, δεν είμαι κομμουνιστής. Τυχαία έγινα αντάρτης. Τους γερμανούς ήθελα να πολεμήσω, οι άλλοι δεν με ένοιαζαν. Σέβομαι τους Ούγγρους και σιχαίνομαι τους Ρώσους. Οπως όλοι. Το 56, όταν οι Ούγγροι ξεσηκώθηκαν, πήρα και εγώ τους δρόμους. Αγωνίστηκα μαζί τους να ελευθερωθεί ο τόπος, να ζήσουμε ξανά ελεύθεροι. Μια ελεύθερη Ουγγαρία θα με άφηνε και μένα να γυρίσω στην πατρίδα μου, την Ελλάδα που αγαπούσα, την Ελλάδα που αγαπώ.

Γέμισε η πόλη με αίμα νεαρών παιδιών. Δεν έιχαμε όπλα. Με πέτρες αντιμετωπίσαμε τους Ρώσους. Η καταστροφή μεγάλη. Θυμάμαι φωτιές στις πλατείες, καμμένα μαγαζιά, αίματα στους πλακόστρωτους δρόμους. Αλλά μας πούλησαν και πάλι. Κανείς δεν μας βοήθησε. Η Ευρώπη φοβήθηκε τη κραταιά Ρωσία. Εμείς κρατήσαμε όσο μπορούσαμε. Με οδοφράγματα, φωτιές και πέτρες. Αλλά τα τάνκς μπήκαν στα σπίτια μας. Πάτησαν νεαρούς αγωνιστές που ζητούσαν ελευθερία, συνέλαβαν με βία τους Ούγγρους επαναστάτες. Στους κεντρικούς δρόμους της πόλης υπάρχουν ακόμα σημάδια απο τις σφαίρες στους τοίχους. Οταν οι οδομαχίες έπαψαν, τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Συλλήψεις, βασανισμοί, εκτελέσεις. Εκει η Ουγγαρία, έχασε το πνεύμα της. Να δώσει ο θεός να βρεί ξανά την ελευθερία της. Να βρώ και εγώ τη δική μου. Να σύρω με ο,τι δύναμη μου απομένει, το ξύλινο πόδι μου στη Μακεδονία.

Σήμερα είναι 20 Αυγούστου. Μεγάλη γιορτή. Σαν σήμερα πριν 1000 χρόνια, ο γενναίος βασιλιάς Stephen István ένωσε τους νομάδες Ούγγρους σε έθνος. Στο Δούναβη θα έχει πυροτεχνήματα το βράδυ. Είναι μεγάλη μέρα. Ολοι πρέπει να είμαστε εκεί. Κάτω απο τη πράσινη γέφυρα. Την παλιότερη της Βουδαπέστης, στην άκρη στο ποτάμι. Θα είναι ωραία. Αυτή η γέφυρα έχει μεγάλη ιστορία. Ερχονται εδώ απο όλο τον κόσμο να τη φωτογραφήσουν.

Η αυγουστιάτική νυχτα της 20ης Αυγούστου θα μείνει για πάντα στη ψυχή και στο μυαλό μου. Ολόκληρη η οικογένεια κατέβηκε με τον κύριο Μιχάλη στις όχθες του Δούναβη. Η τεράστια γέφυρα αποτυπώθηκε στο μυαλό μου σαν σφραγίδα. Στις όχθες του μεγάλου ποταμού, μαζεύτηκε όλη η Βουδαπέστη. Πάνω απο ένα εκατομμύριο κόσμος. Και ενώ περίμενα τα τεράστια πλήθη να ξεφαντώσουν απο χαρά, μια απέραντη ησυχία σκέπασε τη πόλη. Θα μπορούσα να φωνάξω και να ακουστώ παντού, μέσα σε ένα εκατομύρια ψυχές που σιωπούσαν. Ο κύριος Μιχάλης με προτρέπει να κατεβάσω τη φωνή μου. Γιατί κύριε Μιχάλη, τι συμβαίνει, γιατί σιωπά ο κόσμος;

Και ξάφνου, σαν μιά στιγμιαία έκρηξη, αεροπλάνα διασχίζουν τον ουρανό σε πολλαπλούς σχηματισμούς. Στο ποταμό αμφίβια τάνκς και οπλισμένα ποταμόπλοια κάνουν την εμφάνισή τους. Μια ρυθμική μουσική έρχεται απο τη μεριά της Πέστης. Ενα εμβατήριο. Σαν σε χορογραφία, σε απόλυτο συντονισμό κινήσεων, βγαίνουν οι ουγγρικές σημαίες και τα κόκκινα σφυροδρέπανα. Τη στιγμή που τανκς, στρατός και αεροπλάνα κατακλύζουν το Δούναβη, μέσα στην ευφορεία της μουσικής που τραγουδιέται απο χιλιάδες, σε μια υπέρτατη στιγμή κορύφωσης, μέσα απο τα όμορφα κάστρα της πόλης, και κατα μήκος της γέφυρας, σαν κινηματογραφική ταινία, αρχίζουν τα πυροτεχνήματα. Ο κόκκινος στρατός της κομμουνιστικής Ουγγαρίας παρελαύνει. Είναι μια στιγμή απόλυτης νίκης, μια στιγμή μύησης. Φώτα ανάβουν παντού, σε κάστρα, γέφυρες και σπίτια. Το φωτεινό σκηνικό της παράστασης αντανακλάται στα ήρεμα νερά του Δούναβη, φωτίζει όλη τη πόλη, εγείρει το κοιμισμένο πλήθος, δημιουργεί οράματα. Μια ολόκληρη πόλη ντοπάρεται με κόκκινες εικόνες, σφυροδρέπανα και παραισθήσεις.

Σαν η γιορτή κοπάζει, και αδειάζει ο Δούναβης, η σιωπή επανέρχεται. Ετσι απλά, και θλιβερά. Σαν σε νεκροταφείο.

Καθώς η οικογένεια ετοιμάζεται για το ταξίδι της επιστοφής, ο κύριος Μιχάλης μας ζητάει μια χάρη. Να του στείλουμε μερικά βιβλία απο την πατρίδα. Εκεί αφήνει τον καυμό του τα βράδια της απέραντης μοναξιάς του. Βυθίζεται στις στοές της ψυχής του και χάνεται. Αναπολεί τη παιδική του ηλικία, ξαναζεί το πάτημα της χειροβομδίδας, γράφει αυτά που έζησε. Εχει και ένα γράμμα για την ελληνική κυβέρνηση. Να μην ξεχάσει τους Ελληνες της Ουγγαρίας. Να τους αφήσει να επιστρέψουν στην Ελλάδα, στον τόπο τους. Να ξεχαστεί επιτέλους ο φοβερός εμφύλιος, να μπεί στην ιστορία.

Μας ξεπροβοδίζει στοργικά. Οταν εμείς θα χαθούμε στον αυτοκινητόδρομο, μας λέει, εκείνος θα κατευθυνθεί και πάλι προς το παλιό κάστρο. Αφου πρώτα στεγνώσουν τα δάκρυά του.

-----------------------------------------------------------
Αφιερωμένο στον Μιχάλη Συμεωνίδη,
τον πρώτο Ελληνα του εξωτερικού που γνώρισα.
Θύμα της Ιστορίας και του πολέμου των Ελλήνων.

Βουδαπέστη, Αύγουστος 1978

Thursday, January 10, 2008

Ο Φόβος της Ευρώπης


Λυπάμαι τους μουσουλμάνους που ζούν στην Ευρώπη. Αισθάνομαι πως πάνω τους πέφτει βαρύ ενα ιδιότυπο πέπλο πολιτιστικού ρατσισμού, που τους απορρίπτει και τους υποβιβάζει σε επίπεδο υπανθρώπων. Οικονομικοί μετανάστες οι περισότεροι, βρίσκονται στην Ευρώπη για την ανάγκη των χρημάτων. Κουβαλούν όμως μαζί τους έντονα τα δικά τους πολιτιστικά στοιχεία, το σύστημα ηθικής που έχουν μάθει μεγαλώνοντας, το ιδιότυπο ντύσιμο που τους ξεχωρίζει, το στοιχείο του διαφορετικού.

Και μέσα στον πολιτιστικό πόλεμο που ξεκίνησε η Αλ Κάιντα και ο ανόητος αμερικανός πρόεδρος, αισθάνονται πως πρέπει να λάβουν θέση. Πιέζονται, εκβιάζονται απο τις δυναμικές του πολέμου. Δεν θα απαρνηθούν ποτέ τη θρησκεία τους, είναι η πολιτιστική γραμμή που κανένας μουσουλμάνος δεν μπορεί να υπερβεί.

Αλλά ο πόλεμος έφερε και τα απαραίτητα στερεότυπα. Στην Ευρώπη σήμερα το Ισλάμ θεωρείται πολιτισμός της βίας και της υπανάπτυξης. Πολιτισμός της πνευματικής αποβλάκωσης, ενάντια σε ό,τι εκπροσωπεύει ο Ευρωπαικός Διαφωτισμός και τα κεκτημένα ανθρώπινα δικαιώματα. Η μέση ευρωπαική γνώμη, θεωρεί τους μουσουλμάνους απολίτιστους. Και έτσι η Ευρώπη αμύνεται του πολιτισμού της. Φοβάται και επιτίθεται.

Καταθέτω προσωπική μαρτυρία. Την τελευταία χρονιά, ταξίδευσα στην Ολλανδία, Δανία και Ηνωμένο Βασίλειο. Στην τελευταία μου άφιξη στην Ολλανδία, πριν λίγους μήνες, ενα ολλανδικό βίντεο επιμόρφωσης μεταναστών, ξεσήκωνε τις θυελλώδεις αντιδράσεις των μουσουλμανικών ομάδων. Ζητούσε το βίντεο απο το νέους μετανάστες και προσεχείς ολλανδούς πολίτες να δεχτούν την ύπαρξη της ομοφιλοφιλίας. Οι μουσουλμάνοι απέρριψαν το βίντεο και τις διδαχές του.

Ομάδες ολλανδών όμως, ζητούν τώρα επίμονα απο την κυβέρνησή τους να επανεξετάσει την πολιτική της απέναντι στους μετανάστες. Η γίνονται και συμπεριφέρονται οι μουσουλμάνοι σαν Ολλανδοί, ή έξω. Στο κέντρο του Αμστερνταμ πονάει ακόμα η δολοφονία του σκηνοθέτη Βαν Γκόγκ. Ο θάνατός του δημιούργησε ένα κύμα βίας που είχε σαν αποτέλεσμα το πυρπολισμό πολλών μουσουλμανικών σχολείων και τζαμιών. Οι μουσουλμάνοι αντέδρασαν κι’ αυτοί με βία. Η φιλελεύθερη Ολλανδία έχει αλλάξει. Το καζάνι βράζει. Γνώμες φίλων και συνεργατών επιβεβαιώνουν την παρατήρησή μου.


Στο κέντρο της Κοπενχάγης, απέναντι απο το δημαρχείο της πόλης, παρίσταμαι αυτόπτης μάρτυρας μια ομάδας Δανών εθνικιστών που καίει κοράνια για αντιπερισπασμό στο κάψιμο των δανέζικων σημαιών ανα τον κόσμο. Τα μέσα ενημέρωσης απουσιάζουν διακριτικά. Οι φιλήσυχοι Δανοί με εκπλήσσουν. Ο εθνικός τους χαρακτήρας βασίζεται στην ηρεμία, συγκατάβαση και ανεχτικότητα. Ρωτάω φίλους και συνεργάτες. Υπάρχει απέχθεια κατα των μουσουλμάνων, με διαβεβαιώνουν. Η συνύπαρξη είναι φαινομενικά ομαλή, αλλά η δανική γνώμη βλέπει την ύπαρξη των μουσουλμάνων ως απειλή. Δύο ταξιτζήδες που ρώτησα (και οι δύο μετανάστες μουσουλμάνοι), μου είπαν τα ίδια. Κατα τη γνώμη τους, η Δανία είναι μια ρατσιστική χώρα και τίποτα παραπάνω.


Στο κέντρο του Λονδίνου, κατα τη διάρκεια γεύματος σε ινδικό εστιατόριο, μια ομάδα εγγλέζων νέων (βρίθει η Αγγλία απο αλήτες), πετάει μια μεγάλη πέτρα στη τζαμαρία του εστιατορίου. Μέρος της πρόσοψης (ευτυχώς όχι όλη) καταρρέει. Η ομάδα ουρλιάζει χυδαία συνθήματα εναντίων των Pakis που στρογγυλοκάθησαν στη Μεγάλη του κόσμου Βρετανία. Στα μάτια του Ινδού εστιάτορα (που δεν ήταν καν μουσουλμάνος), είδα καθαρά τον τρόμο και το μίσος. Το επονομαζόμενο Londonistan της Ευρώπης είναι περίπτωση πόλης που, στα μάτια μεγάλης ομάδας Αγγλων, παρέχει άσυλο σε ομάδες μουσουλμάνων εξτρεμιστών. Το μίσος κατα των μουσουλμάνων είναι έντονο και σιγοβράζει.


Αυτά τα νέα απο τη λαική βάση, απο τους δρόμους της Ευρώπης. Εκεί πιάνει κανείς το σφιγμό της λαικής θέλησης των απλών ανθρώπων. Οι μουσουλμάνοι της Ευρώπης φοβούνται. Δεν θέλουν να προκαλέσουν, απλά να ζήσουν στη Δύση «διαφορετικά». Γίνεται; Η μέχρι τώρα προσωπική μου εμπειρία λέει πως τα πράγματα δεν πάνε καλά. Γι’ αυτό και τους λυπάμαι. Το μέλλον της συνύπαρξης μοιάζει προς το παρόν ουτοπία. Αν φιλελεύθερες χώρες όπως η Ολλανδία, Δανία και η Αγγλία αποτύχουν στη πολιτιστική αφομοίωση των μουσουλμάνων, τι να κάνουν χώρες με μεγάλη ομοιογένεια και έντονο εθνικό χαρακτήρα όπως η Ελλάδα;

-------------------------------------------------------------------

Μόνον στον φιλελεύθερο Καναδά βλέπω καλές συνθήκες συνύπαρξης. Μεταφέρω απο εκεί μια προσωπική εμπειρία απο το Τορόντο, μια πόλη που έχει γεμίσει Πακιστανούς, και άλλους μουσουλμάνους. Ολόκληρες γειτονιές της πόλης έχουν πάρει χρώμα «Ισλαμαμπάντ». Μπούρκες και φερετζέδες παντού. Δυσφορούν και εκεί οι Καναδοί, Αγγλόφωνοι και Γάλλοι. Αλλά όχι όσο στην Ευρώπη. Πιστεύουν ακόμα πως ο δυτικός τρόπος ζωής θα αφομοιώσει τους καινούργιους. Οπως και παλιά. Ειναι η νοοτροπία του Νέου Κόσμου, που θετικά ατενίζει το μέλλον και ανέχεται οσο πουθενά αλλού στον κόσμο το «διαφορετικό». Χωνευτήρι ο Καναδάς, χωράει τα πάντα στην τεράστια έκτασή του. Εύχομαι καλή συνύπαρξη.

Sunday, January 6, 2008

Colonia Tovar

Ξημερώνει Κυριακή. Απο το παράθυρο του όμορφου διαμερίσματος με τα κάγκελα στις πόρτες και τα παράθυρα, αντικρύζω την πόλη του Caracas. Μια μεγαλούπολη περιστοιχιζόμενη απο βουνά και ομίχλη. Μια πόλη γεμάτη αντιθέσεις και παράξενα. Με πλούσιες γειτονιές, και εξαθλιωμένα barrios. Μια πόλη που στην ανάμνησή μου φέρνει ευχάριστες αλλά και και τραγικές αναμνήσεις.


Μαζί μου οι φίλοι μου Pedro και Orietta. Βέροι Βενεζολάνοι, Caraqueños. Αποτελούν για τη Βενεζουέλα την μεσαία τάξη. Το διαμέρισμά τους όμορφο και καθαρό. Κατοικούν σε κεντρική περιοχή της πόλης, στην Candelaria , ιστορικό κέντρο με παλιά ιστορικά σπίτια, εκκλησίες και μοντέρνα κτίρια. Εργάζονται σε γνωστές εταιρείες της χώρας. Η ευγένια και φιλοξενία τους απαράμιλλη. Η ζωή τους γεμάτη γέλια, μουσική και ξεφάντωμα.

Ξεκινήσαμε πρωί απο το Caracas. Οι αυτοκινητόδρομοι της Βενεζουέλας είναι μεγάλοι και καλοί. Φτηνή και η βενζίνα τους. Η κυκλοφορία στον αυτοκινητόδρομο ελαττωμένη όπως κάθε σαββατοκύριακο. Καθώς βγαίνουμε απο το συνωστισμό του κέντρου και ανεβαίνουμε προς τα βουνά, η πόλη διαγράφεται πανοραμικά στα πόδια μας.




Προορισμός μας μια οροσειρά έξω απο την πόλη, σε μια απόσταση 70 περίπου χιλιομέτρων. Η γνωστή σε όλους στο Caracas, Colonia Tovar. Πρόκειται για μια γερμανική πόλη που χτίστηκε το 1843 απο γερμανούς μετανάστες, που μέσα στην λατινική κουλτούρα της Βενεζουέλας, κράτησαν τα γερμανικά τους ηθη και έθιμα για γενιές.

Το χωριό βρίσκεται σε ύψόμετρο περίπου δύο χιλιάδων μέτρων. Καθώς ταξιδεύουμε ανηφορικά, η απίθανη πολυκοσμία του Καράκας αραιώνει αισθητά. Το κλίμα γίνεται δροσερό και ομιχλώδες. Πράσινο παντού, σταματάμε για νερό σε τοπικές βρύσες πανω στο δρόμο. Καθώς οδηγούμε, οι φίλοι μου μου αφηγούνται την ιστορία του χωριού.


Για γενιές, το χωριό ήταν εντελως απομονωμένο απο το υπόλοιπο κόσμο. Πίσω απο τη βαυαρέζικια αρχιτεκτονική του χωριού, οι κάτοικοι παρέμειναν κλειστοί στους αυστηρούς γερμανικούς τους κώδικες. Ο ρατσισμός τους απέναντι στους κατοίκους της Βενεζουέλας εμφανής. Για γενιές, η Colonia Tovar διατήρησε μια παράφθαρση της γερμανικής γλώσσας σαν ομιλία της, και το ξανθό χρώμα της φυλής των Γερμανών.

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ενας μεγάλος αριθμός ναζί μετανάστευσε εκεί απο τη Γερμανία. Οι νιόφερτοι έφεραν μαζί τους έναν απίθανο πλούτο σε χρήμα, έργα τέχνης και χρυσό. Η διοίκηση της πόλης τους προστάτευσε. Ιδιωτικοί σεκουριτάδες φρουρούσαν σπίτια και ανθρώπους. Κανείς δεν τους αναζήτησε ποτέ.


Με την πάροδο του χρόνου, το γερμανικό αίμα άρχισε να λιγοστεύει. Οι γυναίκες δεν έβρισκαν πια γερμανούς να διαιωνίσουν το είδος τους. Αρχισαν τότε τις ενδοοικογενειακές επιμιξίες. Το θέμα έγινε γνωστό σε όλη τη Βενεζουέλα. Αρρωστα παιδιά άρχισαν να γεννιούνται στο βαυαρικό χωριό. Η κυβέρνηση της Βενεζουέλας απείλησε με φυλακίσεις, πρόστιμα και συλλήψεις.

Η λύση ήρθε με το χρόνο. Ο γερμανικός ρατσισμός υποχώρησε τελικά μετά απο πολλές γενιές και ελλείψει γερμανών μεταναστών. Η Colonia Tovar άνοιξε στον έξω κόσμο. Σήμερα, μετά από πολλά χρόνια και επεισόδια με την κυβέρνηση, το χωριό μας υποδέχεται σαν απλούς τουρίστες για κυριακάτικο καφέ στα όμορφα καφενεδάκια του, και μια ήσυχη και φωτογραφική βόλτα στα στενά γερμανικά σοκάκια.


--------------------------------------------------
All pictures by locuspublicus, free for public use
--------------------------------------------------

Tuesday, January 1, 2008

Ο Ακκορντεονίστας


Ασπρο το σπίτι χαμηλό, με κεραμιδένια σκεπή, μέσα σε περιβόλι απο λεμονιές, πορτοκαλιές και λουλούδια. Αυλόπορτα στην είσοδο, το χαλασμένο κουδούνι, οι αγριεμένες τριανταφυλλιές. Μυρίζει το χώμα την τελευταία βροχή, το νερό κυλάει ρυθμικά στα λούκια. Ανοιχτά τα καφετί εξώφυλλα, έτοιμα να υποδεχτούν τον ήλιο που μένει επίμμονα κρυμμένος. Κάνει ψύχρα. Χειμώνας του 1976.

Πιστός στο μάθημά μου. Το μάθημα μουσικής. Στην ώρα μου να συναντήσω τον κύριο Θόδωρο, το σεβάσμιο δασκαλό μου. Εχω περπατήσει απο το σπίτι με τα μουσικά βιβλία στη μασχάλη μου. Εχω περάσει το γήπεδο, την ανηφόρα της λαχαναγοράς, το φούρνο. Δεξιά το γωνιακό περίπτερο με τη στραβή σκεπή και τη γυναίκα με τα μαύρα ρούχα που είναι πάντα μέσα. Εχει μια θλίψη στο πρόσωπό της αυτή η κυρία που με ενοχλεί, λέω να αλλάξω δρόμο στο μέλλον, να περνάω απ’ το γαλατάδικο του κυρ Μανώλη, το ραφείο της κυρίας Δέσποινας, το συνεργείο αυτοκινήτων.
Η γειτονιά μου.

Κάποιος σκύλος μπερδεύεται στα πόδια μου. Φοβάμαι τα αδέσποτα σκυλιά. Μοιάζουν αγριεμένα. Εχουν λένε και αρρώστιες. Καλή του ώρα. Τρέχω. Το πεζοδρόμιο στενό, ανισόπεδο, αλλού πλάκες αλλού τσιμέντο. Και λακούβες γεμάτες με νερό. Τι σόι πεζοδρόμιο είναι αυτό; Μόνον για πεζούς δεν είναι.

Παιρνώντας απο το κομμωτήριο της κυρίας Κατερίνας θα χαμηλώσω βήμα. Θα περάσω απο μπροστά αδιάφορος και με αργά βήματα. Θα κοιτάξω μέσα. Πάντα κοιτάω μέσα. Δουλεύει εκεί η Τίνα, θεέ μου γυναικάρα, αναστατώνομαι. Αφησε το σχολείο και τόριξε στη κομμωτική. Είναι πολύ όμορφη. Μαύρα κοντά μαλλιά, στήθια που τα παίρνω στον ύπνο μου, και χαμόγελο γεμάτο πονηράδα και νόημα. Τουλάχιστον αυτό εγώ νομίζω. Μου κολλάει. Θέλω λέει κούρεμα, να περάσω καμμιά φορά. Εγώ θέλω να τη δώ γυμνή. Αυτό θέλω. Περίεργη σκέψη κι αυτή, πως μου κόλλησε τέτοιο πράμα στο μυαλο;

Και το πατσατζίδικο του Κανάφη. Γράφει λένε και ποιήματα. Τούχουνε και παρατσούκλι. «Τι Κανάφης τι Καβάφης». Ακου ταβερνιάρης και να γράφει και ποιήματα. Πότε δηλαδή τα κάνει όλα αυτά; Οταν ξύνει τις πατσές του; Μούρχεται να γελάσω. Περίεργο μαγαζί κι’ αυτό. Ανοίγει τα βράδια. Γύρω γύρω στο τοίχο καλαμωτές, και κρασοβάρελα. Μυρίζει κρασί και φαγητά της ώρας. Μ’ αρέσει αυτή η μυρωδιά. Εχει και απίθανες πατάτες. Τα σάββατα έρχονται κάτι τύποι, φίλοι του Κανάφη, πιάνουν τη γωνία και αρχίζουν το κρασί και τους μεζέδες. Μετά αρχίζουν το τραγούδι. Ο ενας παίζει κιθάρα, ο άλλος μπουζούκι. Τραγουδάνε τραγούδια λαικά. Παίζουν ένα τραγούδι, μετα κρασί, μετα ξανα τραγούδι, νέο κρασί. Μ’ αρέσει ο ήχος τους. Ταβερνίσος. Οταν πέφτω απάνω τους, τους χαζεύω. Την άλλη φορα με κέρασαν πορτοκαλάδα. Μούδειξαν κι ένα μικρό όργανο που τσιρίζει, αλλά ακούγεται καλά. Μπαγλαμά τον λένε. Η μητέρα λέει πως ο ένας έκανε φυλακή, να τον αποφεύγω. Εχει λένε και τατουάζ.

Κύριε Θόδωρε καλησπέρα. Βεβαίως και είμαι έτοιμος. Αλλά αυτη η κλίμακα η τελευταία με δυσκολεύει. Τα δάχτυλά μου κολλάνε στις διέσεις. Κάνω όμως πρακτική όσο μπορώ. Σιγά σιγά θα συνηθίσω.

Στοργικός και εύθυμος ο κύριος Θόδωρος μέ βάζει να καθήσω δίπλα του. Μου είπε και μια ιστορία που μούμεινε. Στα κέντρα της Αθήνας λέει, όταν η ώρα περνάει, οι μουσικοί κουράζονται και κανουν κι’ αυτοί λάθη. Αλλά ο πιο πολύς κόσμος δεν τα πιάνει. Αμα όμως είσαι μουσικός τους πέρνεις πρέφα. Δύσκολη η δουλειά της νύχτας.

Γεμάτο το δωμάτιο με μουσικά όργανα. Πιάνο, κιθάρες, μπουζούκια, βιβλία και αναλόγια. Ενα παλιό γραφείο με τηλέφωνο και σκόρπια χαρτιά, ένας βελούδινος καναπές για τους επισκέπτες. Καθομαι στο σκληρό πάγκο των μαθητών. Ανοίγω το μουσικό βιβλίο μου στο αναλόγιο. Σελίδα δεκαπέντε. «Ω Ωραία μου Σκωτία», βλακοτράγουδο. Και δύσκολο. Φοράω το μαύρο ακκορντεόν. Κύριε Θόδωρε είμαι έτοιμος.

Συνήθως παίζω το κομμάτι μου δυό και τρείς φορές. Με διορθώσεις. Στο τέλος ο κύριος Θόδωρος μου κάνει μάθημα θεωρίας, και μου δίνει καινούργιο κομμάτι. Δυσκολεύομαι. Αλλά παίζω κάμποσα ωραία τραγούδια, και τώρα τελευταία τα δάχτυλά μου τρέχουν πιο άνετα, μάλλον θα καλλιτερεύω. Το νέο μου ακκορντεόν ήρθε στο σπίτι απο την Αθήνα. Είναι ιταλικό, με μαύρες και επίχρυσες διακοσμήσεις. Ομορφο όργανο. Μου έπεσε στην αρχή λίγο βαρύ, είμαι ακόμα και μικρός, παλεύω με τα λουριά και τη φισούνα πού κάνει κάτι περίεργους ήχους σαν να σπάνε κλαδιά. Ο κύριος Θόδωρος λέει πως θέλει ακόμα στρώσιμο. Με το καιρό θα συνηθίσω.

Και συνήθισα. Είπα και στην Τίνα πως της έγραψα τραγούδι. Φαίνεται πως η ατάκα θάτανε καλή, εντυπωσιάστηκε. Εβαλες και λόγια; με ρωτάει. Αυτό κάνω τώρα, της λέω. Δουλεύω με τους στίχους, θέλω να το κάνω τέλειο. Το βράδι που θα περάσω απο του Κανάφη, θα τον ρωτήσω αν έχει τίποτα στίχους ετοιματζίδικους για ενα τραγούδι της αγάπης. Το θέμα επείγει. Αν είναι να ρίξω την Τίνα, πρέπει να της κάνω συναυλία. Αρέσουν αυτά στις γυναίκες. Σερενάτα με ακκορντεόν. Και εκείνη θα με κοιτάξει με πάθος, θα γύρει το κεφάλι της παθιάρικα, και θα με προκαλέσει. Και εγώ θα της δώσω ενα τρυφερό φιλί. Παναγία μου σχέδιο. Τρελλαίνομαι!

Καθώς παλεύω με τις νότες, τη θεωρία του κυρίου Θόδωρου και τις άτιμες διέσεις, το μυαλό μου απορροφείται απο τη μουσική. Τη μουσική που φτιάχνω ο ίδιος. Οι πρώτες μου αυτόχθονες μουσικές σκέψεις, γεννήθηκαν χειμώνα με βροχή, ανάμεσα στα γερμανικά μουσικά βιβλία του κυρίου Θοδωρα, την παρέα που έπαιζε μουσική στο πατσατζίδικο του Κανάφη, και το φλογερό κορμί της Τίνας.

Για αυτό το πρώτο της φιλί, και μόνο, έγινα ένας καλός και συνεπής ακκορντεονίστας. Μουσικός με πάθος. Για να τραγουδήσω το παιδικό μου καυμό στη ναζιάρα κομμώτρια της γειτονιάς μου. Να ξεβράσω απο μέσα μου τον ερωτισμό που η εφηβεία ξυπνούσε στο κορμί μου, το υπέροχο άισθημα της αγάπης που εκατομύρια ποιητές έχουν υμνήσει. Το απίθανο ιταλικό μου οργανάκι, επάξιος και παντοτινός μου φίλος, δε με πρόδωσε ποτέ.


Astor Piazzolla & Yo Yo Ma

-----------------------------------------------------------

Oι όμορφες ζωγραφιές του πόστ είναι χριστουγεννιάτικο δώρο του ευγενικού blogger dion.m .

Διάλεξα και μία για το προσωπικό μου αβατάρι.

Τον ευχαριστώ πολύ.

LocusPublicus