Thursday, October 11, 2007

Ο καλός στρατιώτης Jay


Ο Jay Sherman επέστρεψε απο το Ιράκ. Τρία χρόνια θητείας στα ναρκοπέδια του Ιράκ και στον ανταρτοπόλεμο της Βαγδάτης. Η μάνα του τον ζύγισε. Είχε χάσει δεκαπέντε κιλά. Το πρόσωπό του γεμάτο μόλωπες απο τις κακουχίες. Τα χέρια του κοκκαλιασμένα. Στο αριστερό του πόδι ράματα απο μια πληγή.

Οι λίγοι συγγενείς πέρασαν απ’ το σπίτι με διάφορα δώρα και φαγητά. Καινούργια αθλητικά παπούτσια, μπλουζάκια των Red Sox που αυτή τη σαιζόν πάνε καλά, κέικ, σπιτίσιες μιλόπητες και κάρτες του φουτμπόλ. Υποδοχή ευχάριστη για του φτιάξουν το κέφι. Ερωτήσεις για τον πόλεμο δεν του έκαναν πολλές, γιατί ο Jay ήταν κουρασμένος. Απο τη μέρα της επιστροφής του, ο Jay είναι γενικά κουρασμένος.

Ο Jay Sherman επέστρεψε απο το Ιράκ. Κουρασμένος, αλλά ολόκληρος. Δηλαδή ολόκληρος σωματικά. Δηλαδή, οχι ακριβώς ολόκληρος. Είναι προφανές πως ο πόλεμος του άφησε κουσούρια. Κουνάει τα πόδια του ρυθμικά και ασταμάτητα, και που και που τινάζεται όρθιος και ξανακάθεται. Είναι μιά κωμική σκηνή. Μερικά παιδιά γέλασαν μαζί του, και ο Jay εκνευρίστηκε και τους πέταξε κάποιο αντικείμενο. Ο Jay χρειάζεται ηρεμία. Ετσι είπε ο ψυχολόγος απο το VA Hospital. Και του συνέστησε να πίνει τα φάρμακά του στην ώρα του, να κοιμάται αρκετά, και να τον επισκέπτεται δύο φορές την εβδομάδα.

Ο μητέρα του μου δείχνει τα χαρτιά του. “Honorable Discharge, after successfully completing his second tour in Iraq”, λένε τα χαρτιά. Ακου όρος! «Tour» Μου θυμίζει κάτι σαν σχολική εκδρομή, επίσκεψη σε αρχαιολογικούς χώρους, ή κρουαζιέρα. Ρωτάω για τη συμπεριφορά του. Δεν κοιμάται καλά τα βράδια, έχει εφιάλτες, κατουριέται στον ύπνο του. Ο γιατρός είπε πως υποφέρει απο Post-traumatic stress disorder, κάτι πολύ συνηθισμένο για αυτούς που έχουν πάει σε πόλεμο. Καταγράφω τον όρο. PTSD – είναι ο ψυχιατρικός όρος όταν κάποιος γίνεται ακοινώνητος και προβληματικός. Η διάγνωση της ιατρικής περίθαλψης αναφέρει κίνδυνο για κατάθλιψη και πιθανή αυτοκτονία. Ο Jay χρειάζεται συνεχή παρακολούθηση.

Αποπαίδι της Αμερικής ο Jay, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Projects του South Boston. Projects είναι τα κρατικά διαμερίσματα που μοιράζει η Πολιτεία στις πολύ φτωχές οικογένειες. Και η οικογένειά του ήταν σίγουρα φτωχή. Αμόρφωτη η μητέρα του, έκανε τρία παιδιά με τρείς άντρες. Οι άντρες την εγκατέλειψαν. Εκείνη μετέφερε τα παιδιά της στα τούβλινα διαμερίσματα της θλίψης, και τα μεγάλωσε με κουπόνια φαγητου (food stamps), παρέα με άλλες προβληματικές και διαλυμένες οικογένειες. Η ζωή στα Projects ηταν άσχημη. Βία, ναρκωτικά, πρόωρες εγκυμοσύνες. Κανείς δεν φιλοδοξεί σ’ αυτό το χώρο. Είναι μια νησίδα καθυστερημένης υποκουλτούρας που ζεί αθόρυβα στη σκία της υπόλοιπης πόλης. Ενας ανθρώπινος υπόνομος που χρηματοδοτείται για να μην ξεχυλίσει.

Οι ελίτ μανατζερ της Αμερικής κατάλαβαν νωρίς πως άνθρωποι σαν τον Jay δεν κάνουν για την αγορά εργασίας. Είναι Unemployable. Αλλά να μήν πάει χαμένο το παιδί. Οι μάνατζερς του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας είχαν σχέδια για το μέλλον των διαφόρων Jay. Θα υπηρετούσαν το στρατό. Χρήματα κάθε μήνα, μερικά «Tours» εδώ κι’ εκεί, και οσοι περίσευαν θα μπορούσαν να πάνε ακόμα και στο κολλέγιο. Αυτό στα οικονομικά λέγεται Division of Labor. Ο καθένας στην ειδικότητά του. Εγώ στην παραγωγή και κατανάλωση, και ο Jay στο Ιράκ.

Τις νύχτες ο Jay ξαναζεί στη φαντασία του τις βραδυνές επιδρομές στα σπίτια των Ιρακινών. Χτυπήματα και γκρέμισμα τις πόρτες μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, τα ουρλιαχτά, και τις κατάρες των μουσουλμάνων, τα κλάματα των παιδιών, τον εξευτελισμό του πατέρα, δεμένο χειροπόδαρα μπροστά στα μάτια των παιδιών. Και εκείνες οι παιδικές ματιές, που με τρόμο τον κοιτούσαν με μια ύστατη ικεσία να μήν χτυπήσει τους γονείς τους, εκείνες οι παιδικές ματιές του τρόμου, μα το Θεό, μα το Θεο, τον ενοχλούσαν.

Ολα γύριζαν στο μυαλό του και τον τρομοκρατούσαν. Τα κομματιασμένα πτώματα των πολιτών που έπρεπε προσεχτικά να βάλει στις πλαστικές σακούλες, τα ξεραμένα αίματα που δεν έβγαιναν με το κατάβρεγμα και χρειαζόταν τρίψιμο με το χέρι, τους συντρόφους του που κομματιάστηκαν μπροστά του. Περιπολία με 47 βαθμους στους σκονισμένους δρόμους της Βαγδάτης, σφιγμένος στη βαριά στολή του. Για τρία ολόκληρα χρόνια πνιγόταν στη στολή του και στα γάντια που τον έλοιωναν. Μιά μέρα, ένας sniper, τον πυροβόλησε στο πόδι. Ενοιωσε να ζαλίζεται, να χάνει άιμα, να πέφτει. Λιποθύμησε απο τον πόνο και τον τρόμο. Οταν ξύπνησε, βρισκόταν στο νοσοκομείο. Τον ρώτησαν τι έγινε. Δεν θυμόταν. Στο μυαλό του υπήρχε μόνον μιά εικόνα – ενός πατέρα που κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του το νεκρό αιμόφυρτο 10χρονο παιδί του, και έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε...

Ο Jay Sherman επέστρεψε απο το Ιράκ. Ενα ανθρώπινο κουρέλι. Δεν ξέρει γιατί πήγε στο Ιράκ. Ούτε ξέρει να το βρεί στο χάρτη. Ξέρει όμως πως αυτά που είδε δεν του άρεσαν. Γιατί ο Jay δεν είναι κακός. Δεν θέλει να σκοτώσει. Τον κορόιδεψαν. Τον έστειλαν κάπου που δεν ήθελε να πάει, τον κατέστρεψαν με τους βραδυνούς του εφιάλτες. Τα μάτια των παιδιών...

Γιατί ήρθα να τον δω; Ομολογώ πως απεχθάνομαι την κοινωνική του τάξη. Τους λυπάμαι, μα και συνάμα τους συχαίνομαι. Εγώ δεν ήρθα στη Αμερική για να συναντήσω τέτοιους. Γιατί λοιπόν ήρθα να τον δω; Ηρθα εδώ για να του πάρω συνέντευξη. Είναι το καινούργιο μου project. Εντοπίζω αυτούς που επιστρέφουν, τους τηλεφωνώ, και ζητάω να τους μιλήσω. Περιέργως, δέχονται όλοι. Εχουν ανάγκη να μιλήσουν. Κάποιος ενδιαφέρεται. Εκτός απο τους στρατιώτες που υπηρετούν, κανείς στην Αμερική δεν ενδιαφέρεται για τον πόλεμο. ΚΑΝΕΙΣ. Χρειάστηκαν δύο ολόκληρα «Tours» για να το καταλάβει αυτό το Jay. Αλλά τώρα είναι αργά.

Θέλω να του μιλήσω αλλά αυτός βρίσκεται στον κόσμο του. Μου χαμογελά σαν χαζός, τραυλίζει κάτι, και μετά αφαιρείται. Συζητώ με την μητέρα του. Τη λυπάμαι. Τι είναι αυτό που θα ανυψώσει τώρα τη θλιβερή ζωή του γιού της; Ποια οντότητα θα δώσει νόημα στη ζωή του; Ποιά πνευματικά ενδιαφέροντα θα διώξουν απο το μυαλό του «τα μάτια των παιδιών»; Με τι δύναμη πνευματική, τι υποδομή, τι θάρρος θα προχωρήσει αυτός ο άνθρωπος;

Χαιρετώ ευγενικά, και βγαίνω διακριτικά απο το σαλόνι. Καθώς ο φθινοπωρινός αέρας με χτυπάει στο πρόσωπο, σκέφτομαι πως η συνέντευξη απέτυχε. Ρίχνω ένα τελευταίο νεύμα στη άτυχη μητέρα που με κοιτάει απο τη πόρτα. Η σκηνή με ενοχλεί και προσπαθώ να την ξεχάσω. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και φεύγω. Εχω κι’ άλλά πράγματα να κάνω στη ζωή μου.

6 comments:

glenn said...

locuspublicus, Χίλια, δέκα χιλιάδες αντιπολεμικά ντοκυμαντέρ και φανφάρες δεν είναι τόσο αποτελεσματικές όσο αυτό το ποστ.

Το έπιασες το πρόβλημα απ' τη ρίζα του. Οικονομικά, κοινωνικό, μανατζεριλίκια, πόλεμος.

Μπράβο ρε φίλε! Μου άλλαξες την εικόνα.

glenn said...

Και κάτι ακόμη. Δεν σου θυμίζει η περίπτωση του Jay την ρήση του Orwel ότι ο πόλεμος δεν διεξάγεται μεταξύ λαών αλλά από την κυρίαρχη τάξη στην υπολειπόμενη; Οι "κυρίαρχοι" στέλνουν τον unemployable Jay στον πόλεμο μπας και σκοτωθεί και ησυχάσουν.

Locus Publicus said...

Right! Ιt's a win-win situation. Η δουλειά του Jay είναι ο πόλεμος. Ετσι εξυπηρετούνται oι γεωπολιτικές πολιτικές χωρίς εσωτερικές κοινωνικές διαμαρτυρίες. Αν νικήσει καλώς. Αν χάσει, δεν πειράζει. Αν νικήσει και σκοτωθεί, τέλεια. Απόλυτο σενάριο του Orwell.

vasikos metoxos said...

Ο πόλεμος στην κοινωνική του διάσταση: Οι φτωχογειτονιές τροφοδοτούν τις πολεμικές μηχανές με χρήστες και αναλώσιμο ανθρώπινο κρέας για να γίνει κυμάς στο χεράτ,στη βασόρα και τη μοσούλη. Οι μανατζαρέοι καταναλώνουν αμέριμνοι που έστειλαν τους κατάλληλους στη σωστή θέση. Οι πολεμοκάπηλοι ασχημονούν σε βάρος μίας κοινωνίας που κουνά αμέριμνη τις σημαίες και τραγουδά πατριωτικά τραγούδια εν όψη του thanksgiving,υποθηκεύοντας το μέλλον των παιδιών της, για να τα στείλουν στη θέση τους όταν θα στερέψουν τα μπρονξ και τα χάρλεμ.

Πολύ ωραίο locus.

glam said...

πάνω - κάτω τα ίδια συνέβαιναν και θα εξακολουθήσου να συμβαίνουν!


πολύ καλό κείμενο!!!

squarelogic said...

Πολυ καλο!Σχεδον η ιστορια του Jay,αλλα με τον στρατιωτη να επιστρεφει απ το Βιετναμ και με αλλες προεκτασεις(για την διαδικασια της γραφής,για την επιτυχια) υπαρχει στο εξαιρετικο βιβλιο του Χαβιερ Θερκας,"Η Ταχυτητα του φωτος".