Thursday, January 17, 2008

Ο Αντάρτης του Δούναβη

Περιφερόταν στις λαικές αγορές της Βουδαπέστης ψάχνοντας έλληνες τουρίστες. Στη μεγάλη πλατεία, κάτω απο το παλιό κάστρο έκαναν σταθμό λεωφορεία με ομάδες ελλήνων τουριστών. Κάθε πρωί, ντυμένος με το μάλλινο κουστούμι του, το γιλέκο και τη σκούρα γραβάτα, εκείνος έπαιρνε το τράμ απο τη φτωχική του συνοικία και κατέβαινε στην όμορφη πόλη.

Μέσα στους μικροπωλητές που πουλούσαν τρόφιμα, σουβενίρ και μικροαντικείμενα, ο ασπρομάλλης κύριος προχωρούσε με αργές κινήσεις βόλτας, ψάχνοντας το άκουσμα της μητρικής του γλώσσας. Ηταν όμορφο που έλληνες επισκεπτόταν την Ουγγαρία. Και συνάμα απίστευτο. Μα τόσο πέρασε ο καιρός, τόσο κύλισε ο χρόνος, που η χώρα των Μαγυάρων έχει τουριστικό ενδιαφέρον; Και τι να γίνεται τάχα στη μακρινή πατρίδα, τόσο άλλαξαν τα πράγματα και εκεί, που τώρα εξάγει και τουρίστες;

Γνώρισε πρώτα τον πατέρα. Του συστήθηκε. Μιχάλης Συμεωνίδης. Ελληνας της Ουγγαρίας. Μακεδόνας στη καταγωγή. Συνταξιούχος. Πρόθυμος να μας ξεναγήσει στην όμορφη πόλη που ο Δούναβης χώριζε στα δύο. Τη Βούδα και την Πέστη. Εκείνος έμενε μισή ώρα απο δώ, σε κάποια εργατική πολυκατοικία. Ενα όμορφο διαμέρισμα. Δεν είχε αυτοκίνητο. Θα μας έδειχνε το υπέροχο κοινοβούλιο της πόλης, την εκκλησία του Αγίου Ματθαίου, τις λαικές αγορές. Θα μας πήγαινε σε πάρκα και μουσεία, ωραία μαγαζιά και πολυτελή εστιατόρια. Αφιλοκερδώς. Απλά, ήθελε να είναι με έλληνες.

Με συμπάθησε. Ημουν ο μόνος στον οποίο χαμογέλασε. Ο κύριος Μιχάλης. Ασπρα μαλλιά, πρόσωπο μελαγχολικό. Με ρωτάει για το σχολείο. Τελειώνω το γυμνάσιο φέτος, του απαντώ. Το 79 θα είναι για μένα η χρονιά της ελευθερίας. Θα πάω στο πανεπιστήμιο. Αθήνα, Θεσσαλονίκη, ίσως και στο Λονδίνο. Είναι η πρώτη μου φορά έξω απο την Ελλάδα. Οδικά με την οικογένειά μου.

Θέλετε να πάμε πιο σιγά; Ναι, είναι το ξύλινο πόδι που κουράζει. Το έχει χρόνια. Απο παιδί, τότε που πάτησε μια χειροβομβίδα στα ανοιχτά χωράφια της πατρίδας. Γέμισε πληγές και αίματα. Οι σύντροφοι τον μάζεψαν και τον βοήθησαν. Εχανε άιμα. Τυχαία, στο πρώτο χωριό που πέρασαν ρωτώντας, υπήρχε ένας γιατρός. Κάποιος έτρεξε να τον βρεί. Κρυφά μέσα στη νύχτα. Την εποχή του αντάρτικου, νεαρέ μου, όλα γινότανε στη ζούλα.

Ας μη μιλάμε δυνατά. Σε μερικούς δεν αρέσει που μιλάω σε ξένους. Μα οι έλληνες δεν είναι ξένοι για μένα, είναι οι δικοί μου άνθρωποι, μιλούν τη γλώσσα μου. Αλλωστε τώρα πιά δεν έχει σημασία, είμαι πια μεγάλος και συνταξιούχος. Δεν έχω τίποτα να φοβηθώ. Με τους αντάρτες περάσαμε στη Γιουγκοσλαβία. Οι μεγαλύτεροι έκαναν τις επαφές. Με τον καιρό καταλήξαμε στην Ουγγαρία. Εδώ φάγαμε για πρώτη φορά σε αληθινό τραπέζι με καρέκλες. Οι Ούγγροι μας φέρθηκαν καλά. Δεν είχαν κι’ αυτοί πολλά, αλλά μας έδωσαν δουλειά σε φάμπρικα, και σπίτι για να μείνουμε. Σπίτι με ζεστό νερό. Φαντάσου!

Θα μείνουμε μερικές μέρες στο διαμέρισμα του κυρίου Μιχάλη, ανακοινώνει ο πατέρας. Επιθυμει να μας φιλοξενήσει. Τον έπεισε πως έχει μεγάλο διαμέρισμα, τρία δωμάτια, και είναι μόνος. Το σπίτι του, το έδωσε το κράτος στο μεγάλο του γιό, τον Αρη που δε μένει πιά εκεί. Ναι, έλληνας ο Αρης, μιλάει καλά ελληνικά. Αλλά εχει βέβαια και το Ουγγαρέζικο. Εδώ μεγάλωσε, εδώ νοιώθει. Θα τον πληρώσουμε και κάτι. Δεν ζήτησε λεφτά, αλλά εμείς δεν θα τον αφήσουμε έτσι. Είναι καλός άνθρωπος. Νοσταλγεί απέραντα την Ελλάδα.

Μεγάλο και ωραίο το διαμέρισμα του κυρίου Μιχάλη. Στο σαλόνι του σπιτιού, μια συλλογή με ελληνικά αγάλματα. Ο Μέγας Αλέξανδρος, τον μαθαίνουνε και οι Ούγγροι στο σχολείο, δικός μας, στρατηλάτης. Ο Σωκράτης, το πνεύμα της δαιμόνιας φυλής μας, εδώ, δίπλα στον Αριστοτέλη. Μας πούλησε ο Καραμανλής, νεαρέ μου. Κανόνισε με τους Ούγγρους να μας κρατήσουν εδώ. Να μην μας δώσουν τις συντάξεις μας στην Ελλάδα. Ούτε μπορούμε να ταξιδέψουμε. Δεν έχουμε διαβατήρια, ούτε άδειες. Η Ελλάδα δεν μας θέλει. Ενώ εμείς την αγαπάμε.

Το όνειρο του κυρίου Μιχάλη είναι να γυρίσει στην Ελλάδα. Να νοιώσει μετά απο μια ολόκληρη ζωή το υπέροχο ταξίδι της επιστροφής. Να κατέβει απο το τραίνο και να φιλήσει τα άγια χώματα της πατρίδας. Να νοιώσει στο κορμί του τον καυτό ήλιο της μεσογείου, να κατέβει στο χωριό που άφησε μικρός και να περπατήσει στα σοκάκια. Ηταν παιδί όταν έφυγε. Αντάρτης απο τύχη, θύμα της Ιστορίας και του πολέμου των Ελλήνων. Εδωσε ό,τι ήταν να δώσει στη θετή πατρίδα του. Εκανε το χρέος του. Τώρα θάθελε να φύγει. Αλλά δεν τον αφήνουν.

Οχι νεαρέ μου, δεν είμαι κομμουνιστής. Τυχαία έγινα αντάρτης. Τους γερμανούς ήθελα να πολεμήσω, οι άλλοι δεν με ένοιαζαν. Σέβομαι τους Ούγγρους και σιχαίνομαι τους Ρώσους. Οπως όλοι. Το 56, όταν οι Ούγγροι ξεσηκώθηκαν, πήρα και εγώ τους δρόμους. Αγωνίστηκα μαζί τους να ελευθερωθεί ο τόπος, να ζήσουμε ξανά ελεύθεροι. Μια ελεύθερη Ουγγαρία θα με άφηνε και μένα να γυρίσω στην πατρίδα μου, την Ελλάδα που αγαπούσα, την Ελλάδα που αγαπώ.

Γέμισε η πόλη με αίμα νεαρών παιδιών. Δεν έιχαμε όπλα. Με πέτρες αντιμετωπίσαμε τους Ρώσους. Η καταστροφή μεγάλη. Θυμάμαι φωτιές στις πλατείες, καμμένα μαγαζιά, αίματα στους πλακόστρωτους δρόμους. Αλλά μας πούλησαν και πάλι. Κανείς δεν μας βοήθησε. Η Ευρώπη φοβήθηκε τη κραταιά Ρωσία. Εμείς κρατήσαμε όσο μπορούσαμε. Με οδοφράγματα, φωτιές και πέτρες. Αλλά τα τάνκς μπήκαν στα σπίτια μας. Πάτησαν νεαρούς αγωνιστές που ζητούσαν ελευθερία, συνέλαβαν με βία τους Ούγγρους επαναστάτες. Στους κεντρικούς δρόμους της πόλης υπάρχουν ακόμα σημάδια απο τις σφαίρες στους τοίχους. Οταν οι οδομαχίες έπαψαν, τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Συλλήψεις, βασανισμοί, εκτελέσεις. Εκει η Ουγγαρία, έχασε το πνεύμα της. Να δώσει ο θεός να βρεί ξανά την ελευθερία της. Να βρώ και εγώ τη δική μου. Να σύρω με ο,τι δύναμη μου απομένει, το ξύλινο πόδι μου στη Μακεδονία.

Σήμερα είναι 20 Αυγούστου. Μεγάλη γιορτή. Σαν σήμερα πριν 1000 χρόνια, ο γενναίος βασιλιάς Stephen István ένωσε τους νομάδες Ούγγρους σε έθνος. Στο Δούναβη θα έχει πυροτεχνήματα το βράδυ. Είναι μεγάλη μέρα. Ολοι πρέπει να είμαστε εκεί. Κάτω απο τη πράσινη γέφυρα. Την παλιότερη της Βουδαπέστης, στην άκρη στο ποτάμι. Θα είναι ωραία. Αυτή η γέφυρα έχει μεγάλη ιστορία. Ερχονται εδώ απο όλο τον κόσμο να τη φωτογραφήσουν.

Η αυγουστιάτική νυχτα της 20ης Αυγούστου θα μείνει για πάντα στη ψυχή και στο μυαλό μου. Ολόκληρη η οικογένεια κατέβηκε με τον κύριο Μιχάλη στις όχθες του Δούναβη. Η τεράστια γέφυρα αποτυπώθηκε στο μυαλό μου σαν σφραγίδα. Στις όχθες του μεγάλου ποταμού, μαζεύτηκε όλη η Βουδαπέστη. Πάνω απο ένα εκατομμύριο κόσμος. Και ενώ περίμενα τα τεράστια πλήθη να ξεφαντώσουν απο χαρά, μια απέραντη ησυχία σκέπασε τη πόλη. Θα μπορούσα να φωνάξω και να ακουστώ παντού, μέσα σε ένα εκατομύρια ψυχές που σιωπούσαν. Ο κύριος Μιχάλης με προτρέπει να κατεβάσω τη φωνή μου. Γιατί κύριε Μιχάλη, τι συμβαίνει, γιατί σιωπά ο κόσμος;

Και ξάφνου, σαν μιά στιγμιαία έκρηξη, αεροπλάνα διασχίζουν τον ουρανό σε πολλαπλούς σχηματισμούς. Στο ποταμό αμφίβια τάνκς και οπλισμένα ποταμόπλοια κάνουν την εμφάνισή τους. Μια ρυθμική μουσική έρχεται απο τη μεριά της Πέστης. Ενα εμβατήριο. Σαν σε χορογραφία, σε απόλυτο συντονισμό κινήσεων, βγαίνουν οι ουγγρικές σημαίες και τα κόκκινα σφυροδρέπανα. Τη στιγμή που τανκς, στρατός και αεροπλάνα κατακλύζουν το Δούναβη, μέσα στην ευφορεία της μουσικής που τραγουδιέται απο χιλιάδες, σε μια υπέρτατη στιγμή κορύφωσης, μέσα απο τα όμορφα κάστρα της πόλης, και κατα μήκος της γέφυρας, σαν κινηματογραφική ταινία, αρχίζουν τα πυροτεχνήματα. Ο κόκκινος στρατός της κομμουνιστικής Ουγγαρίας παρελαύνει. Είναι μια στιγμή απόλυτης νίκης, μια στιγμή μύησης. Φώτα ανάβουν παντού, σε κάστρα, γέφυρες και σπίτια. Το φωτεινό σκηνικό της παράστασης αντανακλάται στα ήρεμα νερά του Δούναβη, φωτίζει όλη τη πόλη, εγείρει το κοιμισμένο πλήθος, δημιουργεί οράματα. Μια ολόκληρη πόλη ντοπάρεται με κόκκινες εικόνες, σφυροδρέπανα και παραισθήσεις.

Σαν η γιορτή κοπάζει, και αδειάζει ο Δούναβης, η σιωπή επανέρχεται. Ετσι απλά, και θλιβερά. Σαν σε νεκροταφείο.

Καθώς η οικογένεια ετοιμάζεται για το ταξίδι της επιστοφής, ο κύριος Μιχάλης μας ζητάει μια χάρη. Να του στείλουμε μερικά βιβλία απο την πατρίδα. Εκεί αφήνει τον καυμό του τα βράδια της απέραντης μοναξιάς του. Βυθίζεται στις στοές της ψυχής του και χάνεται. Αναπολεί τη παιδική του ηλικία, ξαναζεί το πάτημα της χειροβομδίδας, γράφει αυτά που έζησε. Εχει και ένα γράμμα για την ελληνική κυβέρνηση. Να μην ξεχάσει τους Ελληνες της Ουγγαρίας. Να τους αφήσει να επιστρέψουν στην Ελλάδα, στον τόπο τους. Να ξεχαστεί επιτέλους ο φοβερός εμφύλιος, να μπεί στην ιστορία.

Μας ξεπροβοδίζει στοργικά. Οταν εμείς θα χαθούμε στον αυτοκινητόδρομο, μας λέει, εκείνος θα κατευθυνθεί και πάλι προς το παλιό κάστρο. Αφου πρώτα στεγνώσουν τα δάκρυά του.

-----------------------------------------------------------
Αφιερωμένο στον Μιχάλη Συμεωνίδη,
τον πρώτο Ελληνα του εξωτερικού που γνώρισα.
Θύμα της Ιστορίας και του πολέμου των Ελλήνων.

Βουδαπέστη, Αύγουστος 1978

20 comments:

Βάσσια said...

Καλημέρα Locus :-)
Πρώτα απ’ όλα να σου εκφράσω τον θαυμασμό μου για αυτή την ιδιαίτερή σου ικανότητα να μου «περνάς» τις αναμνήσεις σου.
Είσαι τυχερός άνθρωπος, πρώτον γιατί έχεις ταξιδέψει και γνωρίσει πολλούς ανθρώπους και πολλά μέρη, και δεύτερον γιατί τα έχεις τιμήσει Locus.
Y.Σ.
Η Βουδαπέστη είναι ίσως μία από τις πιο όμορφες πόλεις της Ευρώπης.
:-)

squarelogic said...

Ω,μα εχεις τοσες ομορφες ιστορίες να πεις και οταν μαλιστα "τις λες" και τοσο καλά,ειμαστε ολοι τυχεροί.

Πολυ ομορφη η Βουδαπεστη (και οι Ουγγαρεζες επίσης!).Ετυχε να την εχω επισκεφτει μετά που κατερρευσε το τειχος του Βερολίνου και υπηρχε διαχυτη στον αέρα η αισιοδοξια αλλά και η αδημονούσα χαλάρωση που επακολουθει καθε καταπιεστικη κατάσταση.
Ειχα την αισθηση οτι ηταν εποχή που προσεφερε ευκαιριες...

Seagull said...

Και τα δικά μου συγχαριτήρια, αγαπητέ μου Locus Publicus!...

vasikos metoxos said...

Ωραία ιστορία Locus. Γεμάτη αλήθεια και πόνο. Για τους ανθρώπους αυτούς που έκαναν να δουν την πατρίδα τους τόσα χρόνια. Στην Ουγγαρία κατέληξαν χιλιάδες πολιτικοί πρόσφυγες. Ο καθένας κουβαλούσε και μία αντίστοιχη ιστορία. Επιλογές που σημάδεψαν την ζωή τους στα όρια της ιστορίας και του παραλογισμού.
Το πολύ ωραίο κείμενό σου αποδεικνύει ότι οι μνήμες της εφηβείας λειτουργούν σαν φωτεινοί φάροι της μετέπειτα πορείας μας.

γ.κ. said...

ο μέγας stephan istvan ένωσε τους ουγγρους σε έθνος έτσι μετά απο τόσα χρόνια τους βρήκε ενώμένους η κραταιά Ρωσία και ΔΕΝ ΧΡΕΙΆΣΤΗΚΕ να τους ψάξει για να τους ποδοπατήσει.

Βέβαια να μην ξεχνάμε πως στις δυτικά απο την Ρωσία περιοχές-εκτάσεις, το 1848 οπου και έγινε η τελευταία επανάσταση στην "Δύση"-κατεστάλει σε περίπου 9 μήνες)-

τεσσερεις (4)οικογένειες είχαν στην κατοχή τους, εκταση γης ίση με το μέγεθος της Γαλλίας.!


Στην δε τσαρική Ρωσία (μα και στην ευρύτερη περιοχή) η υποχρέωση αναγκαστικής εργασίας και η έλλειψη ελευθερίας ήταν τόσο μεγάλη, που δύσκολα την διέκρινες από την πραγματική δουλεία.
(μία εφημερίδα της εποχής δημοσίευε το εξής αρθρο)
"Πωλούνται τρεις αμαξάδες καλά εκπαιδευμένοι και πολύ εμφανίσιμοι, επίσης δύο κορίτσια 15 και 18 ετών εκπαιδευμένα σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες.
Από το ίδιο σπίτι πωλούνται δύο κομμωτές, όπως επίσης πιάνα και εκκλησιαστικά όργανα".

Αυτά
απο την μία μεριά και απο την άλλη
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
(με η χωρίς ξύλινο πόδι)


υγ.Μου άρεσε και η φώτο με τα πυροτεχνήματα-
(μου θύμισε τους ολυμπιακούς και την απίστευτη Γιάννα, που μην έχοντας χορτάσει φαντασμαγορία έσκασε τα περισεύματα στην γιορτή της με αποτέλεσμα να καεί το αλσάκι της Φιλοθέης.Μετά βέβαια "ξηγήθηκε σπαθί" δήλωσε πως θα το ....αναδασώσει με δικά της έξοδα)!

Αυτές τις σκέψεις είχα να καταθέσω

και εύχομαι γενικώς Καλό απόγευμα.

αθεόφοβος said...

Μου έφερες στη μνήμη αναμνήσεις από την πρώτη φορά που είχα παει στην Βουδαπέστη εκείνα κοντά τα χρόνια.Το έχω περιγράψει στο ποστ
http://atheofobos.blogspot.com/2007/03/3_19.html

Dormammu said...

Έξοχος.

Ελπίζω ο κ. Μιχάλης να πρόλαβε να ξαναδει λίγο ελληνικό φως.

mtryfo said...

locus
κάθε φορά καταφέρνεις να με συγκινείς με τον τρόπο που διηγείσαι τις ιστορίες σου.

Ενας ακόμη ανθρωπος που βρέθηκε στη δίνη του εμφυλίου και ξεριζώθηκε για να σωθεί!

και μια απορία βέβαια... τι απόγινε το όνειρο του κ. Μιχάλη?

Anonymous said...

Καλημέρα Locus.
Πάρα πολύ ωραίο το κείμενο όπως μόνο
εσύ ξέρεις να το ζωντανεύεις μέσα από τα
γραπτά σου. Θα ήταν ακόμα πιο ωραίο εάν
οι φίλοι Bloggers είχαν την δυνατότητα να
ακούσουν τις τόσο όμορφες ιστορίες
και δια στόματος σου μια και έχεις τον τρόπο
να τις διηγείσαι εξ ίσου υπέροχα.
Την ιστορία αυτή την είχα ακούσει πριν
δεκαπέντε χρόνια περίπου και δεν θυμάμαι
τι απόγινε ο κ. Μιχάλης.
Πρόλαβε να δει λίγο Ελληνικό φως; Εάν ναι, θα
ήταν πολύ συγκινητικό. Ο Θεός έχει δώσει ένα
συγκεκριμένο πρίσμα σε εμάς τους Έλληνες και το
φως της Ελλάδας έχει μία δικιά του διάθλαση
και ιδιαιτερότητα.

Locus Publicus said...

vassia, ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Δεν ξέρω αν είμαι τυχερός, αλλά η προσπάθειά μου να τιμήσω γεγονότα και ανθρώπους, είναι συνειδητή μου απόφαση.


squarelogic , ευχαριστώ και σένα. Η ιστορία αναφέρεται στην προ-κατάρρευσης εποχή, που τη θυμάμαι έντονα. Οντως όμορφη η Ουγγαρία, και οι Ουγγαρέζες.

Συνάντησα πρόσφατα μια Ουγγαρέζα, που μόλις της έκανα αναφορά στην εποχή εκείνη, με διέκοψε μάλλον ενοχλημένη, λέγοντάς μου πως η σημερινή Ουγγαρία δεν έχει καμμία σχέση με εκείνη του 70. Στη συνέχεια, η συζήτησε εξελίχθηκε ομαλά!


seagul ευχαριστώ, το μπλόγκ με έκανε να γράψω τελικά την ιστορία..

Locus Publicus said...

Ιστορία της εφηβείας βασικέ, θα με συνοδεύει για πάντα. Στην Ουγγαρία βρέθηκαν όπως λές πολλοί έλληνες. Ύδρυσαν μάλιστα και ένα ελληνικό χωριό, το "Μπελογιάννης". Ο πρωταγωνιστής της ιστοριάς μου έρχεται πολλές φορές στο μυαλό μου, ειδικά τώρα που έγινα και εγώ μετανάστης.

Locus Publicus said...

Ευχαριστώ Ψούξ, όπως το λές, γύρω γύρω η Ιστορία, και στο κέντρο ο άνθρωπος. Στην Ουγγαρία, η συμπάθεια για τη Ρωσία είχε πιάσει απόλυτο πάτο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αντίκρυσα την εντελώς διαφορετική άποψη.

Ελπίζω η Γιάννα να αναδάσωσε το άλσος Θιλοθέης..

Locus Publicus said...

dormammu,
Μαρία και bostonsailor σας ευχαριστώ πολύ. Χαίρομαι που σας άρεσε η ιστορία.

Απαντώ στην ερώτησή σας στο επόμενο σχόλιο!

Locus Publicus said...

Δεν γνωρίζω αν ο Μιχάλης Συμεωνίδης επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα. Το καθεστώς κατέρρευσε 11 χρόνια αργότερα, όταν ο ίδιος θα πρέπει να ήταν αρκετά ηλικιωμένος.

Του γράψαμε δύο τρείς φορές, αλλά ποτέ δεν λάβαμε απάντηση. Ισως να μην μας έγραψε ποτέ. Προσωπικά αμφιβάλλω. Μάλλον τα γράμματά του δεν έφτασαν στην Ελλάδα ποτέ.

Εμείς του στείλαμε βιβλία, που θέλω να πιστεύω πως τα έλαβε. Ηταν ένας ωραίος ανθρωπος που του άρεσαν τα ιστορικά βιβλία. Εγώ του είχα στείλει μερικά βιβλία του Αριστοτέλη, που ήξερα πως αγαπούσε. Η θύμισή του θα μείνει για πάντα στο μυαλό μου.

Η γυναίκα του είχε πεθάνει, ήταν χήρος. Είχε ένα γιό το Αρη, ενα πολύ χαρούμενο άνθρωπο, που παρόλο που ήταν 100% Ούγγρος, ήξερε καλά ελληνικά, και εκανε καλή παρέα. Λόγω δουλειάς (μηχανικός αυτοκινήτων), ο Αρης είχε ενα πολύ ωραίο Μερσεντές αυτοκίνητο. Με γύρισε παντού στη Βουδαπέστη, και ήπιαμε ατέλειωτες μπύρες σε μπαράκια της πόλης. Ο Αρης ήταν πολύ δημοφιλής με τους φίλους του, και είχε αδυναμία στις γυναίκες. Στις περιγραφές του, ο Αρης μιλούσε με τα καλλίτερα λόγια για την Ουγγαρία, αν και όπως έλεγε θα επιθυμούσε να έστελνε τον πατέρα του στην Ελλάδα.

Η ατμόσφαιρα της Βουδαπέστης ήταν τότε βαριά. Το σύστημα βαρύ, ο κόσμος ήταν σε συνεχή παρακολούθηση, και υπήρχε άγνοια για τον έξω κόσμο. Θυμάμαι έντονα τους Αυστριακούς που έρχονταν εκεί για γρήγορα και φτηνά σαββατοκύριακα.

Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, τουλάχιστον 200 χιλιάδες Ελληνες του ανατολικού μπλοκ γύρισαν στην Ελλάδα. Εύχομαι ένας απο αυτούς να ήταν και ο κύριος Μιχάλης.

giant13 said...

Ακόμη μια εμπειρία, δοσμένη με τον γνωστό όμορφο γραπτό λόγο του οικοδεσπότη.
Μετά τόσο καιρό και η αφήγηση δίνει την εντύπωση πως όλα διαδραματίστηκαν πριν λίγο μόνο καιρό.
Πόσοι και πόσοι Ελληνες σπαρμένοι τότε στης πρωην σοσιαλιστικές δημοκρατίες, δεν μπόρεσαν η δεν πρόλαβαν να πατήσουν ξανά το χώμα της πατρίδας και να δουν τον ήλιο και την θάλασσα της.
Πρόχειρα μου ρχεται στο μυαλό ο Μενέλαος Λουντέμης.

Μου θύμισες μιά όμορφη ελληνική ταινία, με σχετικό κάπως θέμα του Τάσου Ψαρρά.

Μου θύμησες ακόμη την ιστορία του δικού μου πατέρα που πολέμησε τους Γερμανοβουλγάρους στο Αντάρτικο.
Δεν υπήρξε ποτέ του κομμουνιστής (τον αποκαλούσε κόκκινο φασισμό), αλλά στο Μακρονήσι πηγε γιά παραθέριση ενάμισυ χρόνο, επειδή δεν κατονόμασε άλλους συντρόφους του που ήταν κομμουνιστές.
Γιά αρκετά χρόνια μετά, τον παρακολουθούσαν δυό ασφαλίτες στον δρομάκο του πατρικού σπιτιού, στην Τούμπα. Τόσο είχαν εξοικιωθεί με τους γείτονες, που μέχρι και η μάνα μου τους έκανε καφεδάκι.

roadartist said...

Πολύ όμορφο ποστ locus publicus για ακόμα μια φόρα.
Η αγάπη και η νοσταλγία σου για τη πατρίδα κ κάθε τι ελληνικό, πάντα 'φωνάζει'.. :)
Να είσαι καλά :)

Περαστικός said...

Εξαιρετικό Locus Publicus

Locus Publicus said...

roartist και περαστικέ σας ευχαριστώ.
Ηταν μια ιστορία που πήρε μεγαλύτερη αξία, ότάν ένοιωσα και εγώ, πολλά χρόνια αργότερα, και σε αλλο επίπεδο βέβαια, την νοσταλγία της γενέτειρας.

Λωτοφάγος said...

Ο άνθρωπος στη δίνη της Ιστορίας... Κάποτε οφείλεις να συγκεντρώσεις τις όμορφες αυτές ιστορίες (και όσες ακόμα δεν μας έχεις διηγηθεί) και να τις εκδώσεις, αγαπητέ φίλε. Αναλαμβάνω την επιμέλεια!

Locus Publicus said...

Λωτοφάγε μου σε ευχαριστώ!
Με τιμά η πρότασή σου! Θα σε εμπιστευόμουνα άλλωστε απόλυτα για την επιμέλεια. Ισως μια μέρα φτάσω και στο σημείο αυτό. Είμαι σίγουρος επίσης πως θα μπορούσες και εσύ να κάνεις κάτι ανάλογο (όπως και άλλοι ωραίοι μπλόγκερς που τιμούν τη παρέα μας).