
Το ταξίδι του μετανάστη στη πατρίδα είναι συνήθως μια πολύ επώδυνη υπόθεση. Δεν συνοδεύεται απο την ψυχολογία του ταξιδιώτη που επιζητεί να δεί και να βιώσει κάτι το καινούργιο, ούτε την ξεγνοισιά του ανθρώπου που πάει κάπου διακοπές με σκοπό τη διασκέδαση. Είναι ένα ταξίδι «αναπλήρωσης αναγκών», ταξίδι που σκοπό του έχει να διορθώσει όσα έχουν χαθεί απο την απουσία, τη μή συμμετοχή. Είναι δηλαδή, εκ φύσεως, ένα θλιβερό ταξίδι.
Τις πρώτες μέρες στη πατρίδα έψαξα πρώτα τους αγαπημένους φίλους και συγγενείς. Αυτούς που πραγματικά συμπαθώ, αγαπώ και νοιάζομαι. Και καθότι ο χρόνος είναι ο απόλυτος εχθρός, τα προσχήματα περισσεύουν. Στη λίστα μπαίνουν αυτοί που αξίζουν. Οι άλλοι έξω. Υπάρχουν έτσι συγγενείς που δεν μπήκαν ποτέ στη λίστα, και πιθανώς να αισθάνονται παραμελημένοι. Δεν θα τους κατηγορούσα αν τους έχω δημιουργήσει κάποια αντιπάθεια. Να με συγχωρούν.
Η πρώτη πληροφόρηση, είναι επίσης θλιβερή. Πρόκειται για τα νέα αυτών που πέθαναν, με πλήρη περιγραφή του θανάτου τους, και της κατάστασης των ανθρώπων γύρω τους. Η εφετινή συγκομιδή ήταν ιδιαίτερα κακή. Τρείς αγαπημένοι μου άνθρωποι δεν υπάρχουν πιά. Η μητέρα με πληροφόρησε για του θανάτους, και όσα έπρεπε να ξέρω. Ακολούθησαν κάποιες κοινωνικές επισκέψεις για συμπαράσταση.
Ακολουθούν τα νέα για γάμους, γεννητούρια, βαφτίσια, νέες δουλειές. Το πληροφοριακό κουτσομπολιό παίρνει χρόνο, και έχει πολλές εκπλήξεις. Ετσι έμαθα πως ενα αγαπημένο μου πρόσωπο άνοιξε γκαλερί στο Κολωνάκι, ενας ζιγκολό εξάδελφος έφυγε για το εξωτερικό προκειμένου να «αναλάβει κάποιες επιχειρήσεις», και πως κάποιοι άλλοι διέπρεψαν στη λοβιτούρα. Απο κάποιον νεόπλουτο γνωστό (εφοριακό), έλαβα και την πρόσκληση να πάμε στην Κεφαλλονιά «για καφέ», με το καινούργιο «καμπινάτο» σκάφος. Μάλλον θα είχε πάρει αύξηση στο μισθό του.
Ο κυρ Γιώργος ο τσαγκάρης, ένας φτωχός γείτονας, παλιός κομμουνιστής του αγώνα και του κατατρεγμού, έκλαψε καθώς μ’ αγκάλιασε. Εβγαλε και έδωσε στα παιδιά μου απο 5 ευρώ. Δεν ήθελα να τα πάρω, αλλά επέμενε. Ενοιωσα πως το δάκρυ του ήταν αληθινό. Μου ευχήθηκε να παιρνάω καλά εκεί στην ξενητειά, νά έχω υγεία με τα παιδιά μου. Τον ευχαριστώ ολόκαρδα.
Το δέκατο συγγραφικό του πόνημα είχε ήδη ολοκληρώσει ένας πνευματώδης φίλος φιλόλογος που γνωρίζω χρόνια. Με κάλεσε, όπως πάντα, για καφέ στο καταφύγιό του, ένα διαμέρισμα πνιγμένο στα βιβλία. Εμεινα κατάπληκτος απο το εύρος της πνευματικής του ευπρέπειας και της ιστορικής και εγκυκλοπαιδικής του κατάρτισης. Χρήματα δεν υπάρχουν για εκδόσεις, με πληροφόρησε, τα βιβλία θα μείνουν παρακαταθήκη στα παιδιά του, που μάλλον είναι αδιάφορα προς τις ενασχολήσεις του πατέρα. Τον θαυμάζω. Είναι ο τέλειος δάσκαλος, κάποιος που πράγματι αγαπά τη δουλειά του.
Η φίλη Αλέκα έχει το καλύτερο βιβλιοπωλείο της πόλης. Σε κάθε μου επίσκεψη, μου φτιάχνει μια λίστα με βιβλία, που τα παίρνω μαζί μου. Καλύπτω έτσι και το κενό των ελληνικών εκδόσεων. «Διαβάζεις ακόμα Γιανναρά;». Ναι, Αλέκα μου, ουδείς τέλειος.
Στο μικρό Μεσολόγγι, όπου η οικογένειά μου διατηρεί ενα εξοχικό σπίτι, οι φίλοι με υποδέχτηκαν όπως πάντα. Εγκάρδια, και χαρούμενα. Ακολούθησαν απίθανες ουζοποσίες με ψητά χταπόδια, χέλια, ψάρια, βαρκάδες, μουσικές και νυχτερινές παρέες. Κάποιος ψαράς, σαν έμαθε πως ήρθα, μου έφερε ένα κιλό παλιό καλό αυγοτάραχο. Ηταν η διασκέδαση που χάρηκα περισσότερο απο οτιδήποτε άλλο, αγνή, φιλική, αληθινή. Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα κάτι παρόμοιο στην Αμερική.

Απομονώθηκα αρκετά στο καλοκαιρινό σπίτι της οικογένειας. Είναι ένα μέρος που αγαπώ με πάθος. Αγναντεύω απο κεί το Ιόνιο πέλαγος, Κεφαλλονιά και Ζάκυνθο. Εχει εναν άνεμο υπέροχο, μυρίζει έντονα αρμύρα, και έχει το καλύτερο ηλιοβασίλεμα που είδα ποτέ μου. Ξυπνούσα στις έξι το πρωί για να μυρίσω τη θάλασσα, να δώ τις ψαρόβαρκες, και να ονειροπολήσω.
Και ενώ πολλοί ντόπιοι παραπονούνται για έλλειψη εργασίας και κακή ποιότητα ζωής, γνώρισα και ενα ζευγάρι άγγλων που συνειδητά έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα, μετέτρεψε μια αγροτική αποθήκη σε κατοικία, και οργάνωσε τη ζωή του πάνω σε απλές βάσεις. Πολίτες του πολυπληθούς κοσμοπολιτικού Λονδίνου, είδαν και βρήκαν στην Ελλάδα κάτι που αξίζει και μετράει – τη δυνατότητα να ζήσουν ιδιωτικά, μια καλή ποιότητα ζωής. Πήρα απ’ αυτούς τον όρο «αυτονόμηση», που χρησιμοποιούσαν συχνά στη συζήτησή τους. Μου μίλησαν για τα εγκατελειμένα χωριά της ελληνικής υπαίθρου, τα έρημα σπίτια των ελληνικών χωριών, την τρομερά εύφορη γή που βρήκαν να κάνουν κήπο τους, το πώς οργάνωσαν ενέργεια, φαγητό και εισόδημα στη δύσκολη για μάς χώρα, ώστε να δουλεύουν απλά και να ζούν ακόμα απλότερα Ηταν οι πιό ευτυχισμένοι άνθρωποι που συνάντησα κατα τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού. Και ήταν ξένοι.
Tα χαμόσπιτα της γειτονιάς έχουν πλέον αραιώσει αισθητά. Θυσιασμένα στο βωμό της αντιπαροχής που προικίζει τα παιδιά και δίνει λεφτά στους δικαιούχους, η γειτονιά έχει γίνει πλέον αγνώριστη. Το ρέμα των παιδικών χρόνων μπαζώθηκε κι’ αυτό («τα γύφτικα»), και η πλατεία που το διακοσμεί ονομάστηκε Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, Πρόοδος λοιπόν. Τα χωράφια με τα φυντάνια, γόνος ζωής της αγροτιάς, και παιδική ανάμνηση ακριβή, η αλάνα μας, γέμισαν κι’ αυτά με μπαράκια underground για φρικιά της επαρχίας.
Και η γενέτειρα. Χτισμένη στο κέντρο της αγροτικής κατα τα άλλα Αιτωλοακαρνανίας, έχει πλέον απορροφήσει τουλάχιστον τον μισό πληθυσμό του νομού. Είναι η απόλυτη μικρογραφία της Αθήνας, ένα είδος Καλλιθέας της επαρχίας. Οι πολυκατοικίες στριμωχτές, και το μποτιλιάρισμα αυτοκινήτων απόλυτο. Χιλιάδες όμορφα μαγαζάκια παντού, δέκα πεζόδρομοι με καταπληκτικής χλίδας καφετέριες, εστιατόρια για όλα τα γούστα. Χώρια τα αθηναικά μεγαλοκαταστήματα. Η πόλη έχει επίσης αποκτήσει και το δικό της China Town, με Ασιάτες μετανάστες που απ’ ο,τι φαίνεται κάνουν πολύ καλό εμπόριο. Κάποια ντόπια θεωρία συνομοσίας, λέει πως η Κινεζική Πρεσβεία τους πληρώνει τα ενοίκια για να κατακλύσουν την αγορά.
Οδήγησα με πολύ προσοχή και ακόμα μεγαλύτερο φόβο το δρόμο που ενώνει την πόλη μου με την Πάτρα. Είναι κατα τη γνώμη ο πιο επικίνδυνος δρόμος της χώρας. Δεκάδες νεκροί συσσωρεύοναι εκεί κάθε χρόνο. Αντίκρυσα με φρίκη το κουφάρι μιας Μερσεντές που συγκρουστηκε στη γλιστερή άσφαλτο με κάποιο άλλο αυτοκίνητο. Το στομάχι μου ανακατεύτηκε. Εμαθα αργότερα πως μια οικογένεια ελλήνων της Γερμανίας ξεκλιρίστηκε στο δρόμο που έχει να ασφαλτοστρωθεί πάνω απο 30 χρόνια. Η Ιόνια οδός, που συνεχώς βρίσκεται στα χαρτιά, είναι πλέον ένας λαικός μύθος. Ελπίζω να ολοκληρωθεί σύντομα.
Δεν ξέρω τί λέει ο κύριος Αλογοσκούφης για την ανεργία στην επαρχία, αλλά εγώ πήρα την εντύπωση πως η γενέτειρά μου, το Αγρίνιο, κατοικείται ως επι το πλείστον απο άνεργους. Κοίταξα και τις τοπικές εφημερίδες, και τις αναρτήσεις στο γραφείο ευρέσεως εργασίας. Λίγα πράγματα. Παρά ταύτα, ο συνωστισμός στις καφετέριες είναι πραγματικός. Ο αγαπημένος μου καφές, ο Cappucino, κοστίζει 3.5 ευρώ χωρίς απόδειξη. Είμαι σίγουρος πως στη Νέα Υόρκη, κοστίζει λιγότερο. Τα χωριά της περιφέρειας, παραδοσιακά καπνοχώρια, επιδοτούνται για να κάθονται. Χέρσα γή παντού. Μετά το 2012, ο αγροτικός πληθυσμός του νομού θα μειωθεί κατα τουλάχιστον 10%.
Ελπίζω να πέφτω έξω, αλλά το γενικό πνεύμα της κοινωνίας μάλλον δεν ευνοεί τις μεγάλες φιλοδοξίες. Το πιό δυνατό όνειρο μεγάλης μερίδας νεοελλήνων, φαίνεται να είναι το δημοσιουπαλληλίκι, οι συνεχείς συζητήσεις περι του οποίου ομολογουμένως με χτύπησαν δυνατά στα νεύρα. Αδύνατον να περάσω σε πολλούς το μήνυμα πως πρέπει κάποτε να ζητήσουν αυτό που θέλουν, γιατί κανείς δεν θα τους το δώσει. Ειδικά εκείνο το «εδώ έτσι είναι τα πράγματα», με εκνεύριζε φοβερά. Εχω πολλά παραδείγματα ανθρώπων που την είδαν και αλλιώς, και πέτυχαν γιατί ήθελαν.
Και ενώ ο εμπορικός σύλλογος της πόλης βαδίζει με σοβιετικό πρόγραμμα εργασίας, τα σούπερμάρκετ δουλεύουν 24 x 7, και με δικούς τους εργατικούς νόμους. Στο θέμα της εργατικής νομοθεσίας, η μαύρη εργασία των ανασφάλιστων φαίνεται να είναι θεσμός. Συμμετέχει και η κυβέρνηση. Μοιράζει ο ΟΑΕΔ (με χρήματα της ΕΕ), λατζοδουλειές των 500 – 600 ευρώ το μήνα, για ολιγόμηνες ανασφάλιστες προσωρινές εργασίες, σε παιδιά κάτω των 35 ετών. Είναι το σχέδιο της κυβέρνησης να μειώσει στατιστικά την ανεργία, βάζοντας τους νέους σε αναμονή μόνιμου διορισμού. Υπάρχουν και άλλοι που έχουν εργαστεί, και ακόμα περιμένουν πληρωμή. Ακόμα και ο Δήμος της πόλης έχει απλήρωτους εργάτες. Το τρομερό τέρας της ανεργίας, απλώνεται σε όλη τη χώρα. Είναι κατα τη γνώμη μου το αποτέλεσμα της λαικοποίησης της κοινωνίας, και της στροφής προς τα αριστερά που σχεδιάστηκε στη χώρα τα τελευταία 30 χρόνια. Χάθηκε κατα πολύ η σπιρτάδα της δημιουργίας, ο πήχυς της φιλοδοξίας έπεσε χαμηλά, οι συναλλαγές κομματοποιήθηκαν. Τώρα η ελπίδα, εκπορεύεται απο ψηλά, και έρχεται σε μικρές λαικές δόσεις με τη μορφή διορισμών, επιδομάτων, βοηθημάτων. Το απόλυτο σοσιαλιστικό βραχυκύκλωμα.
Εμαθα επίσης για αρραβώνες που χάλασαν, για σπίτια που χτίστηκαν, για κληρονομικά, και ενδοοικογενειακά. Η ελληνική επαρχία έχει όλη τη μέρα της ελεύθερη. Κάθε καφές και τρίωρο, κάθε συνάντηση και σεμινάριο. Εμαθα έτσι ποιός κλέβει, ποιός είναι τίμιος, πλούσιος, κατεστραμμένος. Ενας παλιός συμμαθητής οργανώνει τρομοκράτες στην Αθήνα, κάποιος άλλος μπαρόβιος μοιράζει ντόπα και μαστούρα, κάποια ζευγάρια κάνουν ομαδικό σέξ σε κόττερα. Τα έμαθα όλα. Δεν ξέρω απο που ανλούσε τις πληροφορίες της για τη 17Ν η αστυνομία, εγώ πάντως θα πήγαινα απευθείας στο τοπικό καφενείο.
«Το καλύτερο μαγαζί στην Ελλάδα είναι η Τράπεζα», με πληροφόρησε φίλος ταξιτζής. Μάλλον είχε δίκιο. Μέτρησα πολλές νέες Τράπεζες – μπουτίκ, που μοιράζουν χρέη. Μέτρησα ακόμα και πάρα πολλούς επίδοξους πελάτες. Ο τουρμπο-καπιταλισμός ήρθε επιτέλους και στο Αγρίνιο. Αγοράζεις τα πάντα αμέσως, πρώτη δόση σε ένα χρόνο. Και το πατρικό σπίτι στο σφυρί.
Η ζωή δεν περιμένει, συνεχίζει με όσους μπορούν, μέ όσους συμμετέχουν. Μια βραδιά του Αυγούστου, κάθισα όπως σχεδίαζα στον μόνον αναπομείνανατα θερινό σινεμά της πόλης, με τους ψηλούς τοίχους και τα αναριχιτικά φυτά, και πέρασα δυό ώρες μαγικές κοιτάζοντας μιά την οθόνη και μιά τους γαλαξίες. Και ήρθαν απο κεί ψηλά, αναμνήσεις κρυμμένες για χρόνια στο μυαλό, ουρανοκατέβατοι θησαυροί μιάς ζωής που πέρασε, θύμησες που μέναν εκεί κλειδωμένες, περιμένοντας το αυγουστιάτικο φεγγάρι για να μου πλημμυρίσουν τη ψυχή.
Στην οδό Βαλτινού, αριθμός 9, το παλιό νεοκλασσικό σπίτι της νιότης μου, κλειστό και σκοτεινό, ένα ερείπιο που περιμένει τον εργολάβο δήμιό του. Μπήκα στα κρυφά, στην πίσω αυλή για να μυρίσω το νυχτολούλουδο που τόσο με μαγεύει. Και μούρθε εκεί, στο μυαλό, η σκηνή με το ποντικάκι που κυνήγαγα στις σκάλες, σαν ήμουνα παιδί. Αντίκρυ του, ένα αλλο εγκατελειμένο σπίτι, διαλαλεί την ορφάνια και την εγκατάλειψη. Ηταν εκεί που έτρεχα για το μάθημα των αγγλικών, στην τρομερή κυρία Σόνια, την όμορφη και καλοντυμένη κυρία με την μεγαλύτερη βιβλιοθήκη που είχα αντικρύσει παιδί. Μια μέρα, κατα τη διάρκεια το μαθήματος, η κυρία Σόνια έφτιαχνε πίτσα και ξέμεινε απο βασιλικό. Ετρεξε τότε στην αυλή της, και έκοψε ενα ματσάκι απο τη γλάστρα.«Που τον βρήκες;» θυμάμαι που τη ρώτησα. «Απο το κήπο μου», μου απάντησε. «Ολα τα καλά σπίτια εχουν βασιλικό».
Συναντήθηκα και με φίλους που έχουν μεγάλες επιχειρήσεις. Ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, σχολές εκμάθησης πληροφορικής, ξενοδοχεία. Η παρέα μαζί τους απαράλλαχτη. Αντιπροσωπεύουν την αλλη Ελλάδα, εκείνη που τολμάει, αγαπά το κέρδος αλλά και το ρίσκο, τη σκληρή δουλειά και τη δημιουργία. Μια ομάδα ανθρώπων που μπορούν να διδάξουν τί σημαίνει επιχείρηση και επιτυχία, φιλοδοξία και πάθος. Αλλά αυτό το είδος ανθρώπου, διαισθάνομαι, δεν προωθείται στην Ελλάδα, γιατί δεν είναι «λαικό». Κράτησα έτσι τις πληροφορίες τους για ιδιωτική μου χρήση, το μάθημα ήταν άλλωστε δωρεάν, και το φαί πληρωμένο.
Ενα σύντομο ταξίδι μου στην Αθήνα, με εφερε σε επαφή με παλιούς φίλους, εξ Αμερικής, που σήμερα ζούν στην Ελλάδα. Απο μιά αγαπημένη φίλη μου απο την Ιμβρο, έμαθα πως οι Τούρκοι φτιάχνουν και αυτοί Κτηματολόγιο, και κάλεσαν τους πάντες να δηλώσουν τις περιουσίες τους στο νησί. Ο Σύλλογος Ιμβριωτών Ελλάδας, οργάνωσε ταξίδι στο εγκατελειμένο νησί, όπου οι Ελληνες δήλωσαν επίσημα τον τετραγωνισμό των εγκατελειμένων σπιτιών τους στο Τουρκικό κράτος. Δεν μιλάμε βέβαια για παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων, απλά για καταγραφή.
Η Αθήνα με αφήγει παγερά αδιάφορο. Μου προκαλεί τρομερές τάσεις φυγής. Θεωρώ την ελληνική επαρχία ένα επίγειο παράδεισο. Ενα εγκατελειμένο παράδεισο. Το τερατούργημα του λεκανοπεδίου δεν είναι πλέον βιώσιμο. Στα θετικά βάζω την Αττική Οδό, το υπέροχο Μετρό, το Μουσείο της Ακρόπολης που αγνάντεψα με θαυμασμό, αν και ακόμα κλειστό. Μπράβο και για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων. Περπάτησα την Αραιοπαγίτου, και ήταν μια απόλαυση. Σπουδαία δουλειά.
Μια ολιγοήμερη απόδραση στο νησί της Λευκάδας, μα μάγεψε και πάλι. Είναι για μένα το ωραιότερο νησί του κόσμου. Εμεινα και πάλι στο Καλαμίτσι, ενα χωριό φάντασμα που γεμίζει μόνο το καλοκαίρι, στο ξενοδοχείο ενος παλινοστούντος ελληνοαμερικανού που γνώρισα πρίν 15 χρόνια, όταν τυχαία βρέθηκα στο μικρό του τότε ξενοδοχείο. Είχε μόλις επιστρέψει απο την Αμερική. Με υποδέχτηκε εγκάρδια, και ήπιαμε ντόπιο κρασί. Χάρηκα που είδα τεράστια πρόοδο. Στις παραλίες της Λευκάδας, χάθηκα σε έναν κόσμο αισθήσεων μοναδικό. Εκεί, θα ήθελα να ζήσω μια μέρα, να «αυτονομηθώ». Οπως οι Αγγλοι. Οταν τολμήσω.
Για το θέμα της μετανάστευσης και των εν Ελλάδι προσφύγων, με πληροφόρησε φίλος που δουλεύει στο Συμβούλιο Προσφύγων. Την αληθινή εικόνα της προσφυγιάς, τη βίωσα ίδιοις όμασι, στην Πάτρα, κοντά στο σπίτι του αδελφού μου. Πάνω απο 1000 άτομα ήταν στιβαγμένα σε ένα πάρκο, χωρίς τουαλέτες, τρεχούμενο νερό, φάρμακα και καθαρές κουβέρτες. Ο αδερφός μου, που πήγε διακοπές στο νησί των Ψαρών, μού είπε πως καθώς γευμάτιζε με τη γυναίκα του στο μεγάλο χωριό του νησιού, ένα τούρκικο σαπιοκάραβο άφησε στο λιμάνι 70 εξαθλιωμένα άτομα. Μέρα μεσημέρι. Με αυτά τα χρήματα της ντροπής, πληροφορήθηκα, κάποιο άλλο γνωστό μου άτομο έφτιαξε δύο μπάρ στη Σαντορίνι.
Μερικά συμπεράσματα, εντελώς υποκειμενικά. Το πρώτο είναι πως η ιδεολογία της μίζας και της αρπαχτής, έχει πλέον επικρατήσει σε όλη την Ελλάδα, και έχει εμποτίσει όλες τις κοινωνικές τάξεις. Aυτό είναι πολύ κακό. Ουδείς επιθυμεί «επανίδρυση του Κράτους». Η παρακμή του κοινωνικού ιστού είναι αδύνατον, επι του παρόντος να αντιστραφεί. Ολοι όσους συνάντησα, με πληροφόρησαν πως βασικά «η χώρα ειναι μπουρδέλο», και οι πολιτικοί «κλέφτες». Η απαξίωση των πολιτικών θεσμών μας είναι τεράστια. Ιδεολογία ηθικής δεν υπάρχει στον ορίζοντα. Αυτό με πίκρανε πολύ.
Το δεύτερο συμπέρασμα, είναι πως η Ελλάδα έχει, κατα τη γνώμη μου αγγίξει τα όρια του εκσυγχρονισμού της. Εκανε ό,τι έκανε με τα κοινοτικά πακέτα (μερικούς δρόμους, γέφυρες και τούνελ). Πιέστηκε για κάποια μετρήσιμη ανάπτυξη με τους Ολυμπιακούς. Και μετά αφέθηκε στη δυναμική της διαφθοράς. Οι τομές που χρειάστηκε η χώρα δεν έγιναν. Γιατί η ηγεσία της δεν τόλμησε, δεν μπόρεσε. Κατα την ταπεινή μου γνώμη, η πατρίδα έχει μάλλον χάσει για πάντα την ευκαιρία να γίνει δυτική Ευρώπη. Θα προχωρήσει βέβαια με τις ιδιατερότητές της και τις εξαιρέσεις της, που έλεγε και ο κύριος Μάνος. Θα κάνει ακόμα μερικά αναπτυξιακά έργα, και πιθανώς να αναπτύξει μέσα απο ξεπουλήματα, το μόνο πράγμα που της απέμεινε – τον τουρισμό. Συγκριτικά με τους Βαλκάνιους γείτονές της, θα είναι πάντα πλούσια. Αλλά δυτική Ευρώπη μάλλον δεν θά γίνει ποτέ.
Το τρίτο συμπέρασμα, είναι πως το μόνο πράγμα που μας συντηρεί ακόμα οικονομικά (και είμαστε τυχεροί γι’ αυτό), είναι το οικογενειακό δίκτυο. Η κλειστή ενδοοικογενεική σχέση των ανθρώπων, και η σύνδεση χωριού και πόλης. Βοηθάει ο ένας τον άλλον, με πληροφορίες, διασυνδέσεις, χρήματα. Εν τη ενώσει η ισχύς. Τα πεθερικά βοηθούν τα παιδιά, το χωριό στέλνει αυγά, λάδι, κουτόπουλα και κρασί, όλοι συμβάλουν για να χτίσει η αδελφή σπίτι. Η μόνη αξία που κράτησε σ’ αυτό τον τόπο, έιναι η οικογένεια. Και αυτό είναι καλό. Ελπίζω να συνεχιστεί.
Η στιγμή της φυγής, είναι στιγμή θανάτου. Αδύνατον να την περιγράψω σε κείνους που δεν βίωσαν την απουσία, τη μακροχρόνια φυγή. Είναι στιγμή αμηχανίας, στιγμή αμείλικτης ενοχής. Μια μαύρη τρύπα της ψυχής ανοίγει ξαφνικά και ξεφυσάει απο μέσα της, με περίσσια χολή, το αμείλικτο ερώτημα, που κανένας μετανάστης δεν μπόρεσε ποτέ να απαντήσει – άξιζε που έφυγες; Κλείνω τα μάτια και φιλώ τους αγαπημένους μου. Καλή αντάμωση όμορφη και παράξενη πατρίδα. Ο,τι και νάσαι, σε κουβαλάω μέσα μου βαθιά....
---------------------------------------------------------------------------
Δεν κατάφερα (άν και το ήθελα πολύ), να συναντήσω μερικούς αξιόλογους μπλόγγερς με τους οποίους συνομίλησα τηλεφωνικά. Τα συγκεκριμένα καλοκαιρινά μας προγράμματα, δεν το επέτρεψαν. Την επόμενη φορά, θα προετοιμαστώ καλύτερα. Συνάντησα όμως στην Αθήνα, δύο μπλόγγερς, τη
Ρία και τον
Ιάσιο. Ηταν απέραντα ευγενικοί. Η πρόσκλησή τους για καφεδάκι, κατέληξε σε ένα μεγάλο τσιμπούσι στα βράχια της Πειραικής, υπό πανσέληνο, και με μερική έκλειψη του φεγγαριού. Για την τιμή της πρόσκλησης και την υπέροχη βραδιά (με δικά τους έξοδα), τους ευχαριστώ ολόψυχα, και τους εύχομαι κάθε προσωπική ευτυχία. Στην επόμενη άφιξή μου στην πατρίδα, θα ήθελα να διοργανώσω ένα πάρτυ για τους μπλόγγερς του διαδικτύου.
Στο δρόμο της επιστροφής, στην πρώτη μου πτήση Αθήνα – Λονδίνο, η τσάντα με τα φωτογραφικά μου έκανε φτερά. Μέσα της, μια βιντεοκάμερα, μια ψηφιακή Nikon D60, δύο τηλεφακοί, ένας εξωτερικός σκληρός δίσκος με χρήσιμα αρχεία, και δώρα για φίλους. Το λάθος δικό μου, την ξέχασα κάπου στο Χήθροου. Η απώλεια με τσάκισε. Εχασα μεταξύ των άλλων και 250 υπέροχες φωτογραφίες που δεν είχα προλάβει να μεταφέρω. Οποιος την έχει, να την χαίρεται.

Φίλοι bloggers, καλό Φθινόπωρο
---------------------------------------------------------------
Οι φωτογραφίες του πόστ απο την περιοχή της Τουρλίδας Μεσολογγίου.
All pictures by LocusPublicus, free for public use---------------------------------------------------------------