Monday, November 24, 2008

Μια πόλη μαγική

Hταν μια γυναίκα που θαύμαζα, κρυφά ίσως αγαπούσα. Αδελφή του παιδικού μου φίλου Γιώργου, 4 χρόνια μεγαλύτερή μου, φοιτήτρια στη Νομική Αθηνών. Εργαζόταν και σπούδαζε. Μιλούσε όμορφα, κινούσε τα χέρια της με χάρη, ντυνόταν ωραία. Κοινωνική, με άψογο χαμόγελο και σκέρτσο, ίση προς ίσους, ευγενική αλλά και απέραντα δυναμική. Η Λιάνα.

Σίγουρα τη θαύμαζα. Ηταν το παιδί της φτωχογειτονιάς που έφυγε απο την επαρχία για την Αθήνα με δανεικό παλτό συγγενών και λίγες δραχμές στην τσέπη. Αριστούχος του σχολείου της, υπερήφανη σημαιοφόρος στο Θηλέων που φοιτούσε, πρώτη εκλογή για την απαγγελία των ποιημάτων στις γιορτές, στα σχολικά αμφιθέατρα. Αφησε πίσω της ενα πατέρα καταπονημένο απο τις χειρωνακτικές δουλειές της καπνοκαλλιέργειας, και μια μάνα που ποτέ της δεν είχε δεί την πρωτεύουσα. Και ενα σπίτι φτωχό, αλλα ευπρεπές, που το στόλιζαν τα λουλούδια και ο βασιλικός στην είσοδο και τα περβάζια, ασβεστωμένο στα λευκά, και βουτηγμένο στις νερατζιές και τα βατόμουρα.

Και άρχισε έτσι μια νέα ζωή στη μεγάλη πόλη. Σ΄ενα μικρό υπογειάκι στην Οδό Τήνου, αν θυμάμαι καλά, στη Κυψέλη. Ενα μέρος που έβαψε με γούστο, στόλισε με πολύ αγάπη, επίπλωσε με κόπο. Το ‘τοίμασε για να το δούν οι γονείς της, όταν κάποια μέρα θα ρχόταν και εκείνοι στην Αθήνα. Ηταν το καμάρι της, το πολύτιμο ιδιωτικό της παλατάκι, στολισμένο με λουλούδια, αρωματισμένο με πατσουλιά, διακοσμημένο με βιβλία σημαντικών ανθρώπων που σκόπευε να γνωρίσει. Με ειδικό χώρο για το διάβασμα, ελαφρύ φωτισμό, και ένα μικρό σαλονάκι για τους επισκέπτες. Στη μικρή της κουζινίτσα, άπλωσε τα νέα της αποκτήματα. Μια συλλογή με εξωτικά και ντόπια καρικεύματα της μαγειρικής και του τσαγιού. Το μπρίκι του φοιτητή. Τα λίγα σκεύη της μαγειρικής.

Την περίμενα κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα να γυρίσει. Να βρεθούμε, να πιούμε καφέ, να γλεντήσουμε στην άπλα της επαρχίας. Να κατεβούμε στη λίμνη της Τριχωνίδας με τα παμπάλαια πλατάνια, και δίπλα στη δροσιά της όμορφης λίμνης να μου αφηγηθεί τη ζωή της στη μεγάλη πόλη. Πως περνούσε, τι έκανε. Και εκείνη, με τη λαμπερότητα και την ενέργεια που τη χαρακτήριζε, άρχιζε τις αφηγήσεις για το Πανεπιστήμιο, τις τρέλλες της Αθήνας, τη νυχτερινή ζωή, τις φοιτητικές παρέες. Η Νομική ηταν δύσκολη, αλλά η Λιάνα ήταν αριστούχος. Οπως το περίμενα. Ζούσε μόνη της, διάβαζε πολύ, και δούλευε σε μια εφημερίδα. Κουραστική δουλειά, μεγάλες απαιτήσεις. Αλλά εκείνη τα κατάφερνε. Δεν θα φορούσε ποτέ πιά ξένα ρούχα, δεν θα ξέμεινε ξανά απο λεφτά. Ο,τι είχε, ήθελε να είναι δικό της να το ορίζει, να της ανήκει. Αλλος κόσμος η Αθήνα, εκεί κανείς δεν νοιάζεται και δε σε ξέρει. Σκληρή η ζωή, δίνει πολλά αλλά και παίρνει. Ο μόνος της εχθρός η μοναξιά, αλλά κι’ αυτή την έπνιγε με τη δουλειά και τα διαβάσματα. Στο Πανεπιστήμιο είχε κάνει και μερικούς καλούς φίλους.

Θα θυμάμαι για πάντα εκείνο το μαγικό τριήμερο που ανέβηκα στην Αθήνα να την επισκεφτώ. Με τον αδελφό της. Μας φιλοξένησε στο διαμερισμά της, όπου ξενύχτίσαμε τρείς ολάκερες νύχτες μιλώντας γιά όλα όσα χώραγε τότε ο νούς μας, και το εφηβικό μυαλό μας. Γέμισε το μικρό διαμερισματάκι με όνειρα για τη ζωή που ήταν ακόμα μπροστά μας. Ταξίδια που θα γινόταν, αγάπες που θα συναντιόταν, σπουδές, παρέες, δουλειές. Ο χαλασμένος κόσμος. Και πήγαιναν και έρχονταν οι πολλαπλοί καφέδες και τα αυτοσχέδια μαγειρέματα. Είχα σταθεί θυμάμαι μπροστά στη βιβλιοθήκη της και κοιτούσα τα βιβλία. Υπάρχει τόση σκέψη στο χαρτί απο τόσους, απο χρόνια μακρινά, απο κόσμους άγνωστους. Ποιός θα τα προλάβει άραγε όλα τούτα.

Και πάνω απ’ όλα, θα θυμάμαι την εντύπωση που μου έκανε τότε η μεγάλη πόλη, ναί, αυτό έχω συγκρατήσει, την πολυκοσμία και διαφορετικότητα της μεγαλούπολης απο την μικρόμυαλη και στενή επαρχία. Ηταν ακόμα η εποχή που η επαρχία ήταν “μακριά”, και η έλξη της Αθήνας στο επαρχιακό μυαλό ήταν μαγική. Γιατί η επαρχία τότε ήταν στερημένη. Πολύ στερημένη. Και σε ύλη, και σε εμφάνιση, και σε απαιτήσεις. Φάνταζε η Αθήνα στα μάτια του επαρχιώτη σαν μια όμορφη ερωμένη της νύχτας. Οι παραστάσεις της ισχυρές, ελκυστικές, καθοριστικές. Μια πόλη μαγική.

Εχω μεγαλώσει, και δεν γνωρίζω πιά, αν αυτή η μαγική αίσθηση και μαγία της μεγάλης πόλης ήταν απλώς ρεύμα της γενιάς μου, ή υπάρχει ακόμα σε όλες τις γενιές. Αν ήταν απλά στίγμα της ζωής μου, ή αποτελεί στάδιο γιά όλες τις ανθρώπινες εφηβικές ζωές. Αν πάντα ο μεγάλος κόσμος κατάπινε τον μικρό. Τα παιδιά της επαρχίας σήμερα, μάλλον δεν αισθάνονται τη στέρηση και την αποτελμάτωση που αισθάνθηκε η γενιά μου. Μετα την επίσκεψη, ένοιωσα μέσα μου μια τρομερή τάση φυγής απο την επαρχία. Μια ανάγκη να εξαφανιστώ. Μια ανάγκη να βάλω τη ζωή μου σε άλλες βάσεις.

Μια τελευταία ανάμνηση. Στο σκοτεινό χώρο της μπουάτ που μάς έφερε η Λιάνα, στην Πλάκα, ο φωτισμός ήταν χαμηλός, και οι θαμώνες ήρεμοι. Η μουσική ξεχύλιζε όμορφα στον μικρό χώρο. Και απο το πλαινό πορτάκι, μπήκε στην αίθουσα και ο αναμενόμενος. Μάζεψε τα παντελόνια που του πέφτανε, συμμάζεψε το τσαλακωμένο του πουκάμισο, και ανέβηκε στο μικρό πάλκο του μαγαζιού. Ο Βασίλης Τσιτσάνης. Και η μουσική άρχισε. Σε μια ονειρική συγχορδία που θα θυμάμαι για πάντα.

20 comments:

ria said...

όμορφες εικόνες, ατσαλινος χαρακτήρας η Λιάνα...

δε νομίζω να πρόκειται για τη γνωστή Λιάνα???

καλημέρα φίλε μας από την κρύα Αθήνα!

L'Enfant de la Haute Mer said...

... βάλσαμα που μας προστατεύουν από τη σήψη... και το πώς μαθαίνεται ο τρόπος να τα μοιράζεται κανείς ...

Μα εκείνο που είναι για μένα το πιο συγκινητικό, εκεί που πάντα σκαλώνω, είναι αυτό το :
" ...ανέβηκα στην Αθήνα.. " .
Για άλλους 'κατέβηκα'..
δεν έχει σημασία.
Πόσα κρύβει μέσα του αν το ξεφλουδίσεις με υπομονή ως το τέλος του ..

Anonymous said...

Όμορφη γλυκιά και άκρως ρομαντική ιστορία Locus.
Μου έδωσες την εντύπωση ότι πρέπει να υπάρχει και συνέχεια...
Έχω κι εγώ την ίδια απορία με την ria,αν πρόκειται δηλαδή για την Κανέλλη, που αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, από τη όλη ιστορία αφαιρώ το ρομαντισμό!

L'Enfant de la Haute Mer said...

Μα η Τριχωνίδα δεν λέει κάτι ?

Locus Publicus said...

Καμμία σχέση φίλοι μπλόγγερς η δική μου Λιάνα με το ομώνυμο ανθρωποειδές. Η Λιάνα της ιστορίας είναι υπαρκτό και συμπαθέστατο άτομο.

Locus Publicus said...

Ρία μου τους χαιρετισμούς μου απο την επίσης παγωμένη και βροχερή Βοστώνη. Εν μέσω Εφραίμ και άλλων τρωκτικών, είπα να συνεισφέρω μια απλή ανάμνηση, ξεσηκώνοντας κάποιες παλιές σημειώσεις απο το χαρτί. Η φίλη Λιάνα είναι σήμερα δικηγόρος, έχει δύο παιδιά, και είναι πάντα το ίδιο θετικό και χαρούμενο άτομο που υπήρξε πάντα.

---------------------------
Οι Αιτωλοακαρνάνες φίλε L' Enfant de la Haute Mer (όπως σωστά διέβλεψες), χρησιμοποιούν τον όρο "ανεβαίνω" και για Αθήνα, και για Θεσσαλονίκη. Το "κατεβάινω", χρησιμοποιείται για την Πελοπόννησο και τα άλλα νότια σημεία.

Οπως και για όλους, αυτό που είμαστε, έχει πολύ να κάνει με την εφηβική ηλικία. Είναι στιγμές, που οι αναμνήσεις έρχονται πίσω δυνατά, και αυθόρμητα γίνονται πόστ της ιντερνετικής εποχής.

----------------------------
Φίλτατε syneas, η καννιβαλίζουσα υστερική περσόνα είναι βεβαίως δυναμική και έξυπνη, αλλά ανήκει στο προσωπικό μου Top 10 των πλέον ιδεολογικά δυσλειτουργικών ανθρώπων της πατρίδας.

Η αλλη Λιάνα, είναι χρήσιμος και σοβαρός άνθρωπος, το είδος του πολίτη που εκπέμπει λάμψη, πνεύμα, και αξιοπρέπεια. Βρεθήκαμε το καλοκαίρι, μετά κάμποσα χρόνια, και θυμηθήκαμε τα παλιά. Στην εφηβική μου ηλικία, ήταν για μένα η γυναίκα σύμβολο. Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία. Συνέχεια; Ο,τι κατεβάσει ο νούς και η καρδιά στο μέλλον. Νάσαι καλά.

Meropi said...

Locus μου,
κι εγώ το ίδιο ένιωσα όταν πρωτοείδα την Αθήνα, στα 16 μου χρόνια, το 1968 σε μια μαθητική εκδρομή!!
Μπορώ να πω ότι είχα παρόμοια αισθήματα όταν επισκέφθηκα τη Νέα Υόρκη το 2000 κι ας μην ήμουν πια έφηβη....

αθεόφοβος said...

Στο εξαιρετικό αυτό κείμενο έχω μια αμφιβολία για το αν ο Τσιτσάνης τραγούδησε σε μπουάτ στην Πλάκα.
Την μία φορά που τον είδα κάπου το 1972-5 τραγουδούσε από χρόνια στο Χάραμα και είχε μαζί του την Αλεξάνδρα.

Locus Publicus said...

Αγαπητέ Αθεόφοβε, ευχαριστώ. Τον Τσιτσάνη τον είδα με την Αλεξάντρα, δεν θυμάμαι το όνομα του μαγαζιού. Πιθανώς να μην τον είδα στην Πλάκα. Την ίδια εποχή, είδα και τον Νταλάρα με τον Κρητικό Γαργανουράκη, στη Διαγώνιο. Χρονολογία δεν θυμάμαι. Το 75 ήμουνα 13 χρόνων.

Locus Publicus said...

Μερόπη μου σε αντιλαμβάνομαι. Τη Νέα Υόρκη τη βίωσα και την αγάπησα αργότερα. Αλλά ο έρωτας πέρασε μετά απο μερικά χρόνια, όταν μπήκα στα 40. Εκεί όλα σταμάτησαν. Θαρρώ πως ο κύκλος ολοκληρώθηκε. Σήμερα, αισθάνομαι το εντελώς αντίθετο. Με συγκινεί αφάνταστα η επιστροφή στα χωριά των γονιών μου που κάποτε σνομπάριζα.

squarelogic said...

Το ομορφο ποστ σου είναι μια υπόμνηση στους δύσκολους και "χορτάτους" καιρούς μας πως για να απολαύσεις κάτι πρέπει να έχεις νιώσει πρώτα την έλλειψη.

Για μας που μεγαλώσαμε εντός της πρωτεύουσας,έχουμε την ανάμνηση μιας πόλης ζωντανής μεν,γκρίζας και άχαρης δε.
Και γύρω στην εποχή που πρέπει ν'αναφέρεσαι(77-78?)διατηρούνταν ακόμα οι ξεχωριστοί θύλακοι της επαρχίας,όπου μαζεύονταν τα "πατριωτάκια" για να ψωνίσουν απ τους δικούς τους,μαθαίνοντας ταυτόχρονα τα νεα της ιδιαίτερης πατρίδος.
Ακόμα καλύτερα αν την ξενάγηση έκανε μια προικισμένη και όμορφη μεγαλύτερη κοπέλα...

-)

mtryfo said...

πολύ γλυκειά και τρυφερή η ιστορία σου...
κρύβει πολλή νοσταλγία...

δ.σ said...

Ο Τσιτσάνης στην Πλάκα;;

Πότε και πώς!

Εγκατέλειψα την Ελλάδα τήν εποχή της χούντας..

Έ ,λοιπόν, τότε ,έχασα πολλά..

Γενημένος στην Πλάκα..

δ.σ

δ.σ said...

Υ.Γ


Άχ πόσο μου λείπουν ,αυτή η βρωμοελλάδα, κι αυτοί οι βρωμοέλληνες!

Locus Publicus said...

"One person's garbage is another person's treasure", λέει μια παροιμία φίλε squarelogic. Αναφέρομαι στην περίοδο που αναφέρεις, την εποχή της εφηβείας, μια συγκλονιστική εποχή γεμάτη ανησυχίες, επαναστατική μουσική, και πολιτική (γνωρίζεις). Το άρχικο αυτό συναίσθημα προσπαθώ να διαφυλάξω σαν μνήμη. Υποσχέθηκα στα παιδιά μου πως θα τα αφήσω να ζήσουν και σε άλλους κόσμους, διαφορετικούς, να δούν, να βιώσουν. Είναι ένας υγιής κύκλος.

Με τη Λιάνα πρωτοείδα την Ακρόπολη, την Πλάκα, την Αίγινα, και το χώρο του Πανεπιστημίου. Αξέχαστα. Ναι, ήταν πολύ όμορφη...

-----------------------------
Μιά βόλτα στα εσώψυχα Μαρία μου. Τα γράφω μην τυχόν και τα ξεχάσω.

-----------------------------
Φίλε δ.σ, όπως είπα και πιο πάνω, αποδέχομαι τη διόρθωση. Τον Τσιτσάνη τον είδα με την Αλεξάντρα, στο "Χάραμα" (υποθέτω είναι στην Καισαριανή), το έτος 1978. Στην τωρινή μου ανάμνηση, θυμόμουνα πως ήμουνα 16-17 χρόνων. Νάσαι καλά. Διορθώνω και το πόστ.

Locus Publicus said...

Y.Γ. - δ.σ, καλά κουράγια στη Σουηδία:)

mtryfo said...

να προσθέσω κι εγώ κάτι....
την "Αλιξάνδρα" οπως την έλεγε ο ίδιος ο Τσιτσάνης...

αθεόφοβος said...

Ο δε Γαργανουράκης αντικατέστησε τον Ξυλούρη όταν πέθανε στην Λήδρα του Μαρκόπουλου.

Anonymous said...

Happy Thanksgiving!!!

Δεν προλαβαίνω να σχολιάσω τώρα τελευταία αλλά διαβάζω όλα τα ποστ σου πάντα!

Keep writing!

Locus Publicus said...

Happy Thanksgiving to you too, Rallou. Αναχωρώ σε δύο ώρες για το δροσερό New Hampshire. Eχουμε μπροστά μας ένα ήρεμο τετραήμερο. Τις ευχές μου:)