Monday, April 14, 2008

Αφέντη μου και Κύρη μου

Ανοιξε το παράθυρο για να δεί το φώς της ημέρας. Χύθηκε στο σπίτι ο ήλιος και οι μυρωδιές της άνοιξης. Ο κήπος με τις τριανταφυλλιές, τις πορτοκαλιές, τα γιασεμιά. Η στενή οδός με τα τα όμορφα φαναράκια και το πλακόστρωτο πεζοδρόμιο. Ηταν ένα απο τα πιό όμορφα σπίτια στο χωριό, φτιαγμένο απο πέτρα και ξύλο. Ενα ψηλοτάβανο νεοκλασσικό, έργο του δαιμόνιου πατέρα του, του υφασματέμπορα. Σ’ αυτό μεγάλωσε, στην οδό Μπότσαρη. Απέναντί του ο Αη Γιώργης, μεγαλοπρεπές βυζαντινό κατασκεύασμα με δύο καμπαναριά. Και στην κορφή του γαλάζιου τρούλου, μια φωλιά με πελαργούς. Δύο νεογέννητα και η πελαργίνα. Θα μείνουν εκεί μέχρι να μάθουν να πετάνε. Χτυπάνε τώρα τα αδύναμα φτερά τους και ετοιμάζονται για την μεγάλη πτήση. Η πελαργίνα πηγαινοέρχεται φέρνοντας φαγητό. Η καμπάνα χτυπά. Είναι η ώρα της δοξολογίας.

Αρμάθα στην ντουλάπα τα κουστούμια, τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα, τα γυαλισμένα παπούτσια. Θέλει σκέψη το ντύσιμο της μέρας. Προτιμάει τα ανοιχτόχρωμα κουστούμια με τις μονόχρωμες γραβάτες. Και τη ρεπούμπλικα. Ο κόσμος τον ξέρει πάντα καλοντυμένο, αφεντικό και νοικοκύρη, σοβαρό, δίκαιο και βλοσυρό. Και εκείνος, δέχεται τους χωρικούς στο σπίτι, στο ειδικό δωμάτιο με τα ασημικά και το τζάκι, τα γαλλικά φωτιστικά και τα αρμένικα χαλιά. Τους ακούει, τους συμβουλεύει, τους κάνει χάρες. Φωνές, τρεχαλητά ακούγονται στο κάτω μέρος του σπιτιού. Θα είναι ο Μπαρχαμπάς, ο ιδιαίτερος του σπιτιού. Είναι κανονισμένος νάναι εκεί κάθε πρωί στις 10. Και η Ανθή, η γυναίκα που καθαρίζει το σπίτι, μαγειρεύει για τα παιδιά και τακτοποιεί το νοικοκυριό.

Μεγάλο τούτο το σπίτι, χωράει τόσα παιδιά και υπηρέτες. Τα υπνοδωμάτια στον δεύτερο όροφο, βιβλιοθήκη και σαλόνι στον πρώτο, το ειδικό δωμάτιο για τις επισκέψεις. Το γραφείο του. Στο πίσω μέρος του σπιτιού η κουζίνα, το δωματιάκι με τα μπαχαρικά, το λάδι και τα κρασιά, χώρια ο ασβεστωμένος φούρνος για το ψωμί. Η Ανθή του μιλάει για τις ανάγκες του σπιτιού. Τα ψώνια, τις πιστώσεις που πρέπει να πληρωθούν, αγορές και δώρα για τα κοινωνικά. Τα παιδιά θέλουν ρούχα, θα χρειαστεί ενα ταξίδι στην Πάτρα, στις αρχές του Μάη. Τα βαφτίσια, οι γάμοι, τα φακελάκια για τους γονείς, τους νιόνυμφους και τον παπά. Πές τα γρήγορα Ανθή μου γιατί βιάζομαι. Πόσα παιδιά βάφτισα πέρσι; Δώδεκα. Και πόσα ζευγάρια πάντρεψα; Εννέα. Πές μου και το γενικό σύνολο για να το θυμάμαι. Εκατόν είκοσι γάμοι και διακόσια βαφτιστήρια κύριε Γιώργο. Χώρια τα φετινά.

Σκληροτράχηλος άνθρωπος αυτός ο Μπαρχαμπάς. Και έμπιστος. Ξέρει τα μυστικά του. Για τα αρχαία που βρέθηκαν στο αρχαίο θέατρο, και που τώρα είναι κρυμμένα στο υπόγειο. Για την παραγωγή του λαδιού και του καπνού. Για τα προβλήματα των εργατών, τις χάρες των πολιτικών, τα μπαξίσια στο δεσπότη. Γυάλισε το μάτι του Μπαρχαμπά σαν μέτρησε κάποτε τις χρυσές λίρες. Πέντε χιλιάδες λίρες Αγγλίας, Εδουάρδου. Αφουγκράστηκε ο φτωχός, δεν είχε ποτέ του δεί τόσο πλούτο μαζεμένο, σαν να ταράχτηκε, αλλά φωνή δεν έβγαλε. Η γή φέρνει λεφτά, Μπαρχαμπά. Αν όλα πάνε καλά φέτος, τετρακόσιοι άνθρωποι θα πληρωθούν και θα ταίσουν τα παιδιά τους. Ναί κύρ Γιώργο, ψέλισε ο φτωχός θεληματάς, και κοίταξε αμήχανα το ταβάνι. Να σας έχει ο Θεός καλά.

Σήμερα είναι Κυριακή. Μετα την εκκλησία θα αρχίσουν οι επισκέψεις. Τι έχουμε σήμερα Μπαρχαμπά; Τον κύριο Κριεμπάρδη της Τραπέζης θα τον συναντήσω στις δύο. Θα τα πούμε λίγο μέχρι να μας φωνάξει η Ανθή για φαγητό. Δεν χρειάζεται μουσική. Μεγάλη Εβδομάδα έρχεται, νηστεία. Φέρε μονάχα κρασί απο το βαρέλι το παλιό, το προπέρσυνο. Ποιός άλλος ζήτησε να με δεί; Ο Δημήτρης, ο επιστάτης. Πέστου νάρθει στις έντεκα, εκκρεμούν κάτι υποθέσεις. Τον Μιχάλη τον θέλω αμέσως. Ξέρω τι με θέλει. Λεφτά χρειάζεται. Χτίζει σπίτι και τον έχουν κατασπαράξει οι τοκογλύφοι. Εκανε λάθος που δεν μου μίλησε.

Ο υπουργός πίνει καφέ στου Ζαχαράτου. Ομορφος καφενές της Αθήνας. Συχνάζουν εκεί πολιτικοί και συγγραφείς, διανοητές του τόπου, εκδότες και θεατράνθρωποι. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες κρεμονται στους μουσταρδί τοίχους, μαρμάρινα τραπεζάκια και μαύρες δερμάτινες καρέκλες. Οι ανεμιστήρες ανακυκλώνουν τον αέρα.

Θυμάται πως μπήκε δειλά στο καφενείο. Είχε έρθει στην Αθήνα να δεί τον υπουργό. Οι κομματάνθρωποι της επαρχίας είχαν μιλήσει στον ιδιαίτερο του υπουργού. Θα τον έβλεπε για λίγα λεπτά. Είχε ήδη προετοιμάσει τα λεγόμενα. Ο προσωπικός του υπουργού τον συνόδευσε στο εσωτερικό του καφενείου. Ενοιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, ένα κόμπο στο λαιμό. Σε μια γωνιά του καφενέ, πίσω απο τον τοίχο που έκρυβε το χώρο, δίπλα στο ηλεκτρόφωνο και τις μεγάλες γλάστρες με τα δένδρα, επιβλητικός, τεράστιος και σοβαρός, ο υπουργός διάβαζε την εφημερίδα του. Δίπλα του δύο καλοντυμένοι κύριοι.

Καθώς ο ιδιαίτερος έκανε τις συστάσεις, εκείνος ρουφούσε την εικόνα του μεγάλου άντρα. Ψηλός, άψογα ντυμένος, εμφανίσιμος. Μεγάλα φρύδια, επιβλητικός, έμοιαζε να κυριαρχούσε απόλυτα στο χώρο. Είχε τον αέρα του ηγέτη, το έβλεπε κανείς με την πρώτη ματιά. Τον κοίταξε απευθείας στα μάτια, μια ματιά που θα τη θυμάται για όλη του τη ζωή, σαν να τον μέτραγε και να τον αξιολογούσε. Δεν φαντάστηκε τη στιγμή εκείνη πως απευθυνόταν στον αυριανό πρωθυπουργό της χώρας, τον άνθρωπο που θα σημάδευε βαθιά τη ζωή και πορεία της χώρας. Απεύθυνε έναν ευγενικό χαιρετισμό.

«Πόσα παιδιά έχετε κύριε Γιώργο;». Δέκα κύριε υπουργέ. Τον κοιτούσε με ύφος σοβαρό, κάποτε όμως του χαμογέλασε. «Μεγάλη οικογένεια. Να είστε καλά. Σε τί θα μπορούσα να σας βοηθήσω;». Δεν ήταν σίγουρος τί εντύπωση θα έκανε, ένοιωσε ξαφνικά μικρός και αδύναμος. Αυτός, ο κομματάνθρωπος της επαρχίας με τα διακόσια βαφτιστήρια, αφέντης της ζωής ενός ολόκληρου χωριού, άρχοντας της γής, μέ υπηρέτες, άλογα και λίρες Εδουάρδου, ένοιωσε ξαφνικά μικρός και ασήμαντος. Εφερνε στο κόμμα πολλούς ψήφους, ένα ολόκληρο χωριό. Τάιζε τους πολιτικούς της επαρχίας, τους γέμιζε λεφτά. Ηξερε πως στη λογική του κόσμου και της πατρίδας που ζούσε, θα μπορούσε να ζητήσει κι’ αυτός κάτι για ανταλλαγή. Και ήταν σίγουρος πως θα του έκαναν τη χάρη. Αλλά κάτι τον ενόχλησε στιγμιαία. Ενοιωσε πως ο υπουργός μάλλον δεν είχε και πολύ υπομονή με ανθρώπους που ζητούσαν χάρες. Ισως και να μήν τους συμπαθούσε. Τί σημασία είχε όμως. Ο ιδιαίτερος του είχε πεί να είναι ευθύς και σαφής. Ξεστόμισε την επιθυμία του.

Στην εκκλησία της Κυριακής, άναψε ένα κερί στον Αη Γιώργη. Εσκυψε ευλαβικά και φίλησε την εικόνα της Παναγίας. Ανάσανε το λιβάνι του ναού, άφησε τα χρήματα στο παγκάρι, και έπιασε τη θέση του για τη δοξολογία. Την άλλη Δευτέρα, η μικρή του κόρη Αννα θα άρχιζε δουλειά στο υπουργείο δημοσίων έργων. Θα ήταν μια καλή και σταθερή δουλειά. Αφησε το μυαλό του να πετάξει μακριά, σκέφτηκε τον μεγάλο άντρα. Ενοιωσε μειωμένος απο τη συνάντηση, ταραγμένος απο την σιωπηλή απόρριψη, ένοιωσε πίκρα και θυμό για την πολιτική. Είχε κερδίσει μια μάχη μικρή, σημαντική ίσως γι’ αυτόν, σίγουρα όμως ανύπαρκτη και ασήμαντη για τον υπουργό. Καθώς έβγαινε απο την εκκλησία στο προαύλιο, ήρεμος απο τους βυζαντινούς ψαλμούς και την κατάνυξη της λειτουργίας, έστρεψε το βλέμμα του προς τον τρούλο της εκκλησίας. Εκεί ψηλά, με φόντο τον απέραντο μπλέ ουρανό, είδε τους νεογνούς πελαργούς να απογειώνονται. Χτυπώντας τα φτερά τους με αυτοπεποίθηση, και κάτω απο την επίβλεψη της μάνας πελαργίνας, στάθηκαν για λίγο στον αέρα, φτεροκοπώντας πάνω στο ίδιο μετέωρο σημείο. Και ξάφνου με μια κίνηση αποφασιστικότητας, ξετινάχτηκαν στο απόλυτο κενό και χάθηκαν στον ουρανό.

23 comments:

ria said...

πολύ ωραίο κομμάτι.
από ποιο βιβλίο είναι?

giant13 said...

Ο υπουργός με τα σμιχτά φρύδια, το αγέρωχο παράστημα και το αυστηρό ύφος, κάτι μου θυμίζει απ τον μακαρίτη θείο Καραμανλή.
Ηταν και υπουργός δημοσίων έργων.
Αλλο τώρα αν είναι ο εμπνευστής
της αντιπαροχής που τσιμεντοποίησε και εξακολουθεί ακόμη με πιο βάρβαρο ρυθμό, την Ελλάδα.

Μου φαίνεται επομένως αληθινό το όμορφο άρθρο σου.

Locus Publicus said...

ria μου καλησπέρα. Το κείμενο είναι δικό μου. Ευχαριστώ:)

Σωστά μάντεψες φίλε giant. Η ιστορία είναι αληθινή. Σκιαγραφώ την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή εξ ιδίας γνώσης.

squarelogic said...

Η μάχη που κέρδισε ήταν ο διορισμός της θυγατερας του στο Υπουργείο?

Και αν την κέρδιε γιατί να νιώσει μειωμένος?Γιατί μπήκε στην αναγκη-αυτός ο μαθημένος να τον παρακαλάνε-να παρακαλέσει ο ίδιος?

Εξοχη ψυχογράφημα φίλε λόκους!

Locus Publicus said...

Ακριβώς αυτό φίλε squarelogic! Εβαλε την κόρη του στο υπουργείο, αλλά εριξε τη μούρη του και παρακάλεσε. Αυτό τον μείωσε. Χαίρομαι που σου άρεσε!

mtryfo said...

όντως ήταν σα να ζωγράφισες τον "θείο", μόνο που δεν περίμενα ότι ο "θείος" έκανε τέτοιες χάρες, τον θεωρούσα πολύ "αυστηρών αρχών" και προσεκτικό σε τέτοια θελήματα...

Βάσσια said...

Locus :-)
(και θεωρήσετο φιλοφρόνηση)
Διαβάζοντας το κείμενο αυτόματα μου ήρθε στη μνήμη ο Τάσος Αθανασιάδης και "οι Φρουροί της Αχαίας" με τους "Τελευταίους Εγγονούς".
Όσον αφορά στο ψυχόγραφημα και στην αποτύπωση της εποχής και των χώρων.!

Όσο για τη θέση στο Υπουργείο...
Δεν ξέρω εάν είχε άλλο τρόπο ή δυνατότητα η κόρη να εργαστεί.

:-)

Locus Publicus said...

mtryfo, αφηγούμαι την ιστορία όπως μου έχει μεταφερθεί, με ότι κι' αν σκιαγραφεί. Σκοπός μου είναι να λογοτεχνήσω μια ψυχολογία, και σχέση ανθρώπων.

vassia ευχαριστώ, αν και δεν γνωρίζω το έργο που αναφέρεσαι. Ο κύριος Γιώργος της ιστορίας είναι το πρόσωπο, που αντιπροσωπεύει ιστορικά τον κλασσικό κομματάρχη της ελληνικής επαρχίας. Διατηρεί τη δύναμή του στο χώρο που ορίζει, καλλιεργεί τις σχέσεις του με όλα τα κέντρα εξουσίας τα οποία αποδέχεται ως δεδομένα, και χτίζει γύρω του μια μικρή αυτοκρατορία με κέντρο τον ίδιο. Η σχέση με την εξουσία έχει όμως και οριακές στιγμές, σαν και αυτή του πόστ, οπου χρειάζεται να υποταχθεί και αυτός σε κάποιον ισχυρότερο.

Anonymous said...

Το κείμενό σου Locus μου έφερε στο νου συναυλία από αγαπημένο καλλιτέχνη που στο τέλος του φωνάζεις, ¨κι άλλο-κι άλλο¨ επειδή δεν τον χόρτασες.
Πολύ ζωντανή εικόνα…

αθεόφοβος said...

Ωράιο το κείμενο αλλά ένας κομματάρχης δεν νομίζω ότι μπορεί να αισθάνεται μειωμενος επειδή ζήτησε ρουσφέτι.
Τι κομματάρχης θα ήτανε άλλωστε χωρίς να ζητάει ρουσφέτια;

Βάσσια said...

Πιστεύω ότι πάντα έρχεται η στιγμή που και ο πιο "αυτάρκης" σε όλα τα επίπεδα θα στραφεί κάπου/ σε κάποιον για "βοήθεια".

(Εάν πέσει στα χέρια σου διάβασε Locus βιβλία του, πιστεύω ότι θα τα βρεις ενδιαφέροντα).
:-)

Locus Publicus said...

synea μου σ' ευχαριστώ. Βγάζω κάπως αυτά που έχω μέσα μου. Μου δίνεις κουράγιο να συνεχίσω..

Αθεόφοβε καμμία αντίρρηση. Η δουλειά του κομματάρχη είναι το αλισβερίσι με την εξουσία. Αβυσσος όμως η ψυχή του ανθρώπου. Αλλο να κανονίζεις τις δουλειές των άλλων, καί αλλο να ρίχνεις τη μούρη για προσωπική χάρη (τουλάχιστον στο σενάριο του πόστ). Είναι ίσως οριακή περίπτωση:)

vassia ευχαριστώ. Τάσος Αθανασιάδης είπες. Θα τον κοιτάξω.

Ο άλλος said...

Με ταξίδεψες. Έχει μάλλον δίκιο η Βάσσια για τον Αθανασιάδη. Ο κομματάρχης, οι μουσταρδί τοίχοι στα καφενεία που κάθε χρόνο ο χρόνος και η κάπνα δίνουν ένα τόνο πιο σκούρο, το καμπαναριό, η περηφάνεια του επαρχιώτη,και τα παιδιά που πρέπει να κάνουν κάποια στιγμή το πέταγμα του πελαργού. Ακόμη και αν πέταγμα θεωρούμε το σύρσιμο στο γραφείο του υπουργού. Να σαι καλά

vasikos metoxos said...

Η Ελλάδα πριν την χούντα. Εικόνες αληθινές, με πρόσωπα πραγματικά. Ο οικοδεσπότης ενημερωμένος "από μέσα" περιγράφει τη συντριβή του άρχοντα μπροστά στην εξουσία.
Το αλισβερίσι με την εξουσία εκτός από βρωμερό είναι και επώδυνο για όσους έχουν ευαισθησίες. Ο άρχοντας της ιστορίας μετά τις θύελλες της κατοχής και του εμφύλιου στο χωριό της Αιτωλοακαρνανίας διατηρεί μία τοπική εξουσία που έχει ισορροπήσει πάνω στα τερτίπια της ιστορίας. Με υποτακτικούς και αυλή. Όσοι έχουν μεγαλώσει στην επαρχία και παρακολουθούν το μπλογκ του οικοδεσπότη τακτικά αντιλαμβάνονται την αυθεντικότητα της ιστορίας.

Εύγε locus. Πολύ ωραίο κείμενο. Εάν φυσικά θέλεις μπορείς να μας πεις και περισσότερα...

Ατρεύς said...

Πολύ ωραία όλ' αυτά αλλά...
πιάστε το "σύνθημα" της ημέρας:

Είναι καιρός να αφοπλιστούν (και) οι Αστυνομικοί!

Έρρωσθε!

Locus Publicus said...

Χαίρομαι που σου άρεσε το κείμενο, άλλε. Η ιστορία είναι απόλυτα δική μου. Αν υπάρχει κάποια ομοιότητα με τη γραφή και το ύφος κάποιου άλλου, δεν το γνωρίζω, και είναι συμπτωματικό.


Φίλε Βασικέ χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία. Ο κ. Γιώργος είναι (ηταν) υπαρκτό πρόσωπο. Τσιφλικάς, όπως σωστά μάντεψες της Αιτωλοακαρνανίας. Οριζε μεγάλα κομμάτια γής (χωρίς αληθινούς τίτλους), στους κάμπους των λιμνών Τριχωνίδας και Λυσιμαχείας. Λάδια, καπνά, ταξί, λεωφορεία. Η περιγραφή στο πόστ απεικονίζει την πραγματική ζωή του. Εκλεινε δουλειές και δάνεια τραπέζης πάνω στο καφέ, και περνούσε τον καιρό του γράφοντας παράπονα και κάνοντας χάρες. Μοίραζε αβέρτα λεφτά, έκανε παροιμιώδη πανηγύρια, Πάσχα με δεκάδες αρνιά, και μουσικές. Σε κάποια εποχή, έφερνε στην ΕΡΕ γύρω στους 3 χιλ. ψήφους. Η χωριανοί περίμεναν την ανακοίνωσή του στην εκκλησία για ποιόν βουλευτή θα ψηφίσουν. Η συνάντηση με τον Κ. είναι όπως εχω διασταυρώσει αληθινή. Η ιστορία είναι απόλυτα αυθεντική, ακόμα και οι πελαργοί της ιστορίας που εδώ χρησιμοποιούνται για σαφή συμβολισμό.

Ωραία η ανάλυσή σου στο σχόλιο. Θα συνεχίσω εν καιρώ..

vasikos metoxos said...

Ελπίζω να μπει ο oculus που σίγουρα θα έχει προσωπική μαρτυρία να καταθέσει.

doctor said...

Locus, δεν γράφεις...... ζωγραφίζεις!!!

doctor

Anonymous said...

Αγαπητέ Locus,πάει καιρός που μπαίνω στο μπλόγκ σου,δυστυχώς μόνο διαβάζοντας τα εξαιρετικά σου κείμενα. Μ' αρέσει ο τρόπος γραφής σου,τα ταξείδια σου,οι φωτογραφίες σου,η ευαισθησία και η ευθύτητά σου ακόμη κι όταν διαφωνώ κάποιες φορές μαζί σου. Είσαι ένας 'Ελληνας της διασποράς που νοιάζεται και πονά για τον τόπο του,κι αυτό το εκτιμώ ιδιαίτερα! Στο προκείμενο τώρα,πολύ όμορφο κείμενο-ζωγραφιά! Περιγράφεις βέβαια καταστάσεις του κάμπου με πλούτο,λίρες,αρχοντικά κι υποταχτικούς. Παρακινούμενος απ΄το Βασικό Μέτοχο,θα σε πάω στην ίδια περίπου εποχή 1952-55 στην άλλη Ελλάδα του τότε αλλά και του σήμερα,στα ορεινά της Ρούμελης. Κείνα τα χρόνια ανοιγόταν για πρώτη φορά ...αμαξητός δρόμος απ το Μόρνο προς τα ορεινά χωριά, με χρηματοδότηση απ το σχέδιο Μάρσαλ. Μη φανταστείτε μπουλντόζες,σκαπτικά κτλ. Με τα χέρια και μόνον με τα χέρια,με κασμάδες,τσάπες και φτυάρια εκατοντάδες ανθρωποι πάλευαν να χαράξουν κατσικόδρομο μες τα κακοτράχαλα βουνά. Με μεροκάματο 11 δραχμές οι άντρες κι 9 οι γυναίκες. Με τους κομματάρχες βέβαια νάχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο για το ποιός και πόσο θα δουλέψει,για τα "πανωγραψίματα" μεροκάματων. Η ανάγκη για μεροκάματο επιτακτική,καταραμένη φτώχεια γάρ...Λίγο καιρό λοιπόν μετά τις εκλογές το '52, ένας ταλαίπωρος οικογενειάρχης,έχοντας ξαναδουλέψει στο ...έργο κι έχοντας εκπληρώσει στο ακέραιο το καθήκον του ψηφίζοντας Συναγερμό,πήρε τον κασμά του και πήγε θεωρώντας ότι δικαιούται κι αυτός μιά θέση ...στον ήλιο (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Πάνω που άρχισε να σκάβει περνάει μπροστά του ο κομματάρχης του χωριού του (ένας απ τους επιστάτες φυσικά,του έργου). -Τί ήρθες να κάνεις εδώ? Να δουλέψω απαντά. Ψήφισες Κρίκο? ....'οοοχι απαντά. Είχε κάνει το λάθος να ψηφίσει τον άλλο βουλευτή του ίδιου βέβαια κόμματος. Με μιάς, του αρπάζει τον κασμά απ τα χέρια και τον πετάει σ΄ένα γκρεμό. Ταπεινωμένος,σκύβει το κεφάλι και ποδαράτο 20 χιλιόμετρα ξαναγυρίζει στο χωριό του... Στή συνέχεια παίρνει των ομματιών του κι ακολουθεί κι αυτός τους περισσότερους συμπατριώτες του στην εσωτερική μετανάστευση για την Αθήνα. Εκεί που κατέληξαν αυτοί, οι απόγονοι των ανυπόταχτων κλεφτών του '21,οι σταυραετοί της Αντίστασης του 40-44,πεινασμένοι,ταπεινωμένοι,για να γίνουν θυρωροί και γαλατάδες. Κι εκεί που βλέπαν τη μέρα να γλυκοχαράζει και τον ήλιο να ξαγναντάει απ τα Βαρδούσια και τη Γκιώνα,να σαπίζουν πιά, στα υγρά κι ανήλιαγα υπόγεια της πρωτεύουσας της αντιπαροχής...

Locus Publicus said...

doctor μου σ' ευχαριστώ. Ο λόγος που έφτιαξα αυτό το μπλόγκ είναι να μοιράσω αυτά που γράφω στο χαρτί, λέω στην έναρξη.. Με τιμάς.


Φίλε oculus καλώς όρισες. Χαίρομαι για τη γνωριμία, και σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

Η ιστορία που αναφέρεις είναι ενδεικτική της εποχής. Συγκινητική και άληθινή. Από τον πόλεμο κατα των Γερμανών που όλοι μαζί ενωμένοι αντισταθήκαμε, φτάσαμε στον ωχαδελφισμό και της διχόνοια που περιγράφεις. Στα λίγα μεροκάματα που είχε η πατρίδα, και στην καταστροφή του πολέμου, προστέθηκε έτσι και η μετανάστευση. Εσωτερική και εξωτερική. Ηταν η τελική λύση, κλασσική συνταγή, δοκιμασμένη κι' απο άλλους. Αυτή η περίοδος, με τις καταπληκτικές της ιστορίες και ανθρώπινα δράματα, δεν έχει πιστεύω πάρει ακόμα τη θέση της στην ιστορική μας συνείδηση.

Οι κλασσικοί οικονομικοί Ελληνες μετανάστες που συνάντησα στην Ευρώπη και Αμερική, είναι γεμάτοι με τέτοιες ιστορίες. Ιστορίες οργής και τραγικότητας. Και στην Αθήνα επίσης, στο σμήνος των εκατομμυρίων που ήρθαν για ένα κομμάτι ψωμί.

Σήμερα βέβαια οι εποχές έχουν αλλάξει. Κανείς δεν έχει αυτή την ωμή εκβιαστικη δύναμη. Τα πάθη έχουν καταλαγιάσει, οι νοοτροπίες άλλαξαν. Αξίζει όμως η ιστορική αναφορά. Γιατί η Ιστορία δίνει τροφή στη συμπεριφορά μας. Αν έχεις τέτοιες ιστορίες, γράψτες. Να μείνουν για αυτούς που ενδιαφέρονται.

Νάσαι καλά φίλε oculus. Και να περνάς καμμιά φορά. Θα χαρώ να σε ξαναδώ:)

Anonymous said...

Hello. This post is likeable, and your blog is very interesting, congratulations :-). I will add in my blogroll =). If possible gives a last there on my blog, it is about the Projetores, I hope you enjoy. The address is http://projetor-brasil.blogspot.com. A hug.

glam said...

Καλό!!!

Επί της ουσίας, δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα!

Όσο αφορά τους χωρικούς που κατέβηκαν στις πόλις, αν σκεφτεί κανείς πως ζούσαν πριν, δεν έχει καμιά αμφιβολία για το αν ήταν σωστή η απόφασή τους .....

Locus Publicus said...

Kαι βέβαια ελπίζω πως τα πράγματα έχουν αλλάξει σήμερα glam. Απο το 74 και μετά τα πάντα άλλαξαν, συμπεριφορές, νοοτροπίες. Σήμερα η Ελλάδα είναι καλύτερα απο κάθε άλλη εποχή. Οχι τέλεια, αλλά πολύ καλύτερα.