Tuesday, February 10, 2009

Κρυφές Τελετουργίες

Hταν ένας πολύ πλούσιος γεωκτήμονας, με διασυνδέσεις τεράστιες, προϊόν της Ελλάδας του πολέμου. Είχε γή, υπηρέτες, πλούτο νόμιμο και παράνομο, κρυφές ερωμένες, συμβουλάτορες, μπράβους και υπηκόους. Κυβερνούσε μια τεράστια περιοχή με γεωργικό πλούτο, μεγάλο αριθμό ταξί, λεωφορείων, φορτηγών. Είχε λίρες χρυσές, συλλογές αρχαίων ευρημάτων, μετοχές και καταθέσεις.

Ραβόταν στην Αθήνα κατόπιν ραντεβού, τραπέζωνε υπουργούς, μητροπολίτες, δωροδοκούσε αβέρτα. Βοήθησε πολύ κόσμο, ταϊσε ακόμα περισσότερους, πάντρεψε και προίκισε δεκάδες ζευγάρια, είχε εκατοντάδες βαφτιστήρια. Τις σχέσεις του με την εξουσία τις κρατούσε μυστικές. Αδυναμίες και συναισθήματα δεν εξωτερίκευε. Κανείς δεν τον είδε ποτέ να κλαίει, να πανικοβάλεται. Κρατούσε μια απόσταση εξουσίας απο τον μικρόκοσμο που διοικούσε. Κανείς ποτέ δεν τον κατηγόρησε για οτιδήποτε. Ενέπνεε σεβασμό, κάποιο φόβο, και ήταν δίκαιος. Ηταν πραγματικά δίκαιος. Αυτό, κανείς ποτέ δεν του το αμφισβήτησε.

Kαι έχωνε τη μύτη του στις δουλειές όλων των άλλων. Είχε "πληροφόρηση". Τον έμπιστο επιστάτη Μπαρχαμπά, εναν τεράστιο σε διαστάσεις άνθρωπο, εναν καλό ειλικρινά άνθρωπο, δουλευτή της γής, που φοβόταν τον Θεό και τις αμαρτίες. Που λιβάνιζε το σπίτι του κάθε Κυριακή. Εναν άνθρωπο που τον υπηρέτησε για όλη του τη ζωή. Και κείνος, τον προίκισε κι αυτόν και τα παιδιά του, με σπίτια, με σπουδές, με λίρες. Και τον τίμησε σαν ίσον, παρόλο που δεν ήταν. Τον κάθησε σε μεγάλα γλέντια, σε καφέδες με προύχοντες, με τραπεζίτες, με πολιτικούς. Του έδωσε γνώμη και φωνή που εκείνος δεν είχε. Του έδωσε αξιοπρέπεια.

Στη μεγάλη Φόρντ της εποχής, αυτοκίνητο σήμα της επαρχίας, ο Μπαρχαμπάς, οδηγούσε μέσα στη λιακάδα. Είχε πάρει τον «μικρό» μαζί του, για την κυριακάτικη επίσκεψη, τον περίμενε με υπομονή. Οι ερωτήσεις του απλές, ήταν «ψάρεμα». Ο μικρός απαντούσε με ειλικρίνια σε όλες, δεν υποψιαζόταν τίποτα το πονηρό, η παρέα άλλωστε ήταν ευχάριστη. Ο παππούς τον περίμενε στο γραφείο του. Στις 12 ακριβώς. Σαν σε ραντεβού γιατρού.

Το κονιάκ ήταν γαλλικό. Εκείνος άναψε ένα τσιγάρο και έκατσε απέναντί του. Με κουστούμι και ρεπούμπλικα, ντυμένος σαν τραπεζίτης. Εσπασε κάποιο χαμόγελο καθώς τον μέτρησε με τα μάτια του πάνω κάτω, και κατόπιν έγυρε και τον αγκάλιασε στοργικά. «Πουλί μου, μοναχοπαίδι μου...» Ενοιωθε άνετα μαζί του. Πάντα είχε λεφτά για κείνον, δώρα. Και πολλές συμβουλές. «Οταν βγαίνεις έξω, και συναντάς κόσμο, να τον κερνάς. Να κερνάς όλο τον κόσμο. Αν δεν έχεις λεφτά, να μην βγαίνεις έξω...»

Τον ρώτησε για το σχολείο, για τα μαθήματα μουσικής. Ολα καλά, τον πληροφόρησε. Βιβλία είχε αρκετά, σχέδια πολλά. Σύντομα θα πήγαινε στην Αθήνα. Το ήξερε. Είχε μάλιστα κανονίσει και με ένα καλό εστιατόριο, να τον δέχεται κάθε μέρα για φαγητό, τα έξοδα δικά του. «Να ανέβεις στην Ακρόπολη, να πάς και στο Μουσείο, θα δείς εκεί ωραία πράγματα... Ο Μπαρχαμπάς θα σου φέρει ό,τι χρειάζεσαι.... Και πού’ σαι, τώρα που είσαι αντρας πιά, να φοράς κουστούμια. Οι άντρες κάνουν τις δουλειές τους με κουστούμια...» Θα ραβόταν σε κάποιον δικό του. Τον κύριο Αναγνωστόπουλο. Εγγλέζικο κασμίρι. Θυμάται πως γέλασε, δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό. Εκείνος όμως τον κοιτούσε με ενα γλυκό χαμόγελο. «Αγόρι μου, παιδί μου...»

«Κάποια κυρία, γνωστή μου, θα σου τηλεφωνήσει. Τη λένε Θεοδώρα. Να τη φωνάζεις Δώρα. Είναι έμπιστος άνθρωπος, θα σε γυρίσει στην Αθήνα. Τώρα που μεγάλωσες, πρέπει να μάθεις κι απ’ αυτά...» Εμεινε κόκκαλο. Τί του έλεγε; Το κονιάκ τέλειωνε. «Η ώρα πήγε δύο. Ωρα για φαγητό. Σήμερα είναι τα γενεθλιά σου...Γίνεσαι πια άντρας...»

Η ζωή έχει στιγμές κορύφωσης. Και η κυρία Θεοδώρα, η Δώρα των ονείρων, ήταν σκέτη κορύφωση. Μαύρα πυκνά μαλλιά και βλέμμα αρπακτικό, ακτινογραφία που σε διάβαζε και σε διαπερνούσε.. «Πάντα ήθελε να τον γνωρίσει». Και οι όμορφες Αθηναϊκές νύχτες, ήταν το ιδανικό σκηνικό. Με φώτα χαμηλωμένα, για κρυφούς εραστές που έχουν πολλά να πούν και να νοιώσουν. Μπλεγμένος στα μαύρα μαλλιά της γόησσας και στα μακριά πόδια της ηδονής, ανοιξιάτικια παραγγελιά ακριβή και σκερτσόζα, χαμένος στις μυρωδιές των αρωμάτων και στα λευκά καλοσιδερωμένα σεντόνια, τα κασμίρια του κ. Αναγνωστόπουλου έγιναν κουβάρια. Μια γλυκιά ενηλικίωση... Τόσο όμορφα, τόσο αισθησιακά...

Και για όσα χρόνια ακολουθούν, σαν τάμα ακριβό και πολύτιμο της ζωής φυλαχτό και δώρο, μέσα απο αντοχές και χρόνους , θα φυλάξει μέσα του βαθιά, όσο μπορεί, το αισθησιακό εκείνο συναίσθημα της ορμής, τη μυρωδιά της αγάπης, το τρυφερό κορμί, και εκείνα τα υπέροχα γοβάκια.

Στην εκκλησία της Κυριακής, φορούσε το καινούργιο του κασμίρι. «Εχει η ζωή πολλά τερτίπια αγόρι μου... Μ’ ενα κερί όμως, σβήνουν όλα...»

15 comments:

Yosemite Sam said...

Σε φρόντισε καλά οπως φαίνεται ο γαιοκτήμονας locus και το αποτέλεσμα αυτής της φροντίδας είναι να είσαι σήμερα εχθρός των λαϊκών αγώνων.

Στο μεταξύ η αλέκα και η παρέα της ετοιμάζονται να αποκαταστήσουν το Στάλιν.

Meropi said...

Πολύ μου άρεσε η ιστορία σου Locus μου. Σαν αρχή κάποιου διηγήματος. Φαντάζομαι αυτοβιογραφική.
Αυτό με το κοστούμι σου έμεινε?

mtryfo said...

.. και μετά το Analysis-Paralysis περάσαμε στο Ανάληψις...
στα ουράνια τον ανέβασε η Δώρα τον πιτσιρικά... άσβεστο κερί οι αναμνήσεις!

Locus Publicus said...

Mόνον τη λογοτεχνικότητα της ιστορίας διεκδικώ φίλοι μπλόγγερς. Τίποτα άλλο.

---------------------

Φίλε Υosemite Sam, με αδικείς. Καθόλου δεν είμαι εχθρός των λαϊκών αγώνων. Απλά δεν δέχομαι τον όρο "λαός", όπως απαιτεί το στερεότυπο.

Τρομερό το λίνκ που παραθέτεις. Ακόμα και Η "Ε" αναφώνησε! Ρε τί ακούμε...

------------------------
Αγαπητή μου Μερόπη, ευχαριστώ. Θα μπορούσε να είναι διήγημα. Μαζί με πολλά άλλα περιστατικά της εποχής. Ισως κάποτε στο μέλλον. Γεμάτη η ζωή με ιστορίες...

-----------------------
Πράγματι Μαρία, άσβεστο κερί η ζωή. Μένουν μονάχα οι αφηγήσεις, που κάποτε, αποκτούν τη δικιά τους αξία. Άνάληψις; Ωραίο όνομα.

---------------------

Locus Publicus said...

H ιστορία σκιαγραφεί ένα είδος πατερναλισμού και ηθικής που ο οικοδεσπότης σας έζησε έντονα στην παιδική του ηλικία. Είναι ένα είδος κόσμου που χάθηκε για πάντα, και σήμερα ίσως θεωρείται γραφικός. Οπως πολλά που έχουν κατατεθεί σ' αυτό το μπλόγκ, το πόστ ανήκει στην κατηγορία εκείνη που εγώ θεωρώ μια προσωπική πειραματική γραφή, και πολύ προσεχτικά μοιράζομαι μαζί σας. Η ιστορία είναι βέβαια αληθινή, μαζί με τις προσωπικότητες που σκιαγραφεί.

**Ολα όσα αναφέρονται στο πόστ, έχουν επίσης πίσω τους μια ολόκληρη ιστορία. Μεγάλης αξίας αρχαιολογικές συλλογές που κάποτε βρέθηκαν στα χέρια του περίεργου γεωκτήμονα, ακολούθησαν πορείες περίεργες ανα την Ελλάδα και τον κόσμο. Μετά το θάνατό του, ο περίεργος γεωκτήμονας αφού μοίρασε σε γνωστούς, συγγενείς και έμπιστους σχεδόν όλο του το βιός, άφησε και σε μένα, τις προσωπικές του φωτογραφίες και σημειώσεις. Τον ευχαριστώ πολύ. Θα λογοτεχνίσω (με σεβασμό) γύρω απο τον χαρακτήρα του και τη ζωή του, αλλά δεν θα τον προδώσω πότέ...

Yosemite Sam said...

Locus συμφωνώ με το 99,99% των όσων γράφεις οπότε μάλλον δεν σε θεωρώ.. εχθρό του λαού.

Τι θάλεγες να αναπτύξεις τις ιδέες σου στο επικείμενο συνέδριο της αλέκας;

Μπορώ να σου εξασφαλίσω εισιτήριο.

Θα πω ότι ένας σύντροφος απο την αμερική θέλει να απευθύνει χαιρετισμό.

Locus Publicus said...

Ετσι, Yosemite Sam, τώρα αισθάνομαι καλύτερα:) Ευγενώς όμως δεν θα αποδεχθώ την πρόταση για το Συνέδριο. Είναι για μένα πιο απολαυστικό να διαβάζω τα διάφορα πορίσματα της ιστορικής σοφίας του χώρου, όπως ανακοινώνονται σιγά σιγά. Με κάποια καθυστέρηση βέβαια. Σήμερα ασχολούνται με την περίοδο του Στάλιν. Σε πενήντα χρόνια, θα συζητήσουν και την κατάρρευση του Υπαρκτού. Υπάρχει άφθονος χρόνος:)

takis said...

Mου άρεσε η λογοτεχνικότητα της ιστορίας..αν έδινες βέβαια και το τηλ. της Δώρας νομίζω θα ήταν πιο ολοκληρωμένη...

Τέλος πάντων , καλώς σε βρήκα.

giant13 said...

Καλημέρα φίλε Locus,

Θαυμάσια η λογοτεχνικά γραμμένη ιστοριούλα σου.
Με ενδιαφέρον θαθελα να μάθω κι άλλα για τον ενδιαφέροντα κύριο.

Όσο για τις μοναδικές στιγμές κορύφωσης που μένουν χαραγμένες για πάντα στην μνήμη, θα θελα να καταθέσω την δική μου εμπερία.

Συνέβει πριν από μερικές δεκαετίες και την αποκαλώ παραφρασμένα, one bath stand.
Ενας δεκαεπτάχρονος και μιά ζουμερή 35άρα, χαμαμτσού, όπως τις αποκαλούσαν τότε, σε ένα δημόσιο λουτρό της Θεσσαλονίκης. Σε έναν χώρο 1,5Χ1,5 με ένα ξύλινο πάγκο και ένα ντούζ μόνο. Μιά λευκή λεπτή μπλούζα με ένα κουμπί να λείπει και άλλα δυό επιμελώς ξεκούμπωτα ώστε να ξεπροβάλλουν δυό υπέροχα στήθη στο πάνω μέρος, και υπέροχα πόδια στο κάτω.

Ναι υπήρχαν 2-3 τέτοιοι χώροι στο κέντρο της πόλης τότε αλλά δεν γνωρίζω αν υπάρχουν και σήμερα.

Η ύπαρξη τους και η λειτουργία τους απαραίτητη, ιδιαίτερα τον χειμώνα, γιατί πάρα πολύ λίγα σπίτια στις συνοικίες διέθεταν ντουζιέρα και πολύ λιγότερα μπανέρια.

Περαστικός said...

Πολύ καλό, Locus, και σε ευχαριστώ για αυτή την κατάθεση.

Locus Publicus said...

Αγαπητέ μου Τάκη καλωσήρθες. Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία. Η κ. Δώρα υποθέτω πως δεν εργάζεται πιά. Ηταν και αυτή μια προσωπικότητα, πολύ πιο πολύπλοκη απο ο,τι οι αντίστοιχες σημερινές. Οι οποίες έχουν γεμίσει τον τόπο με τηλέφωνα:) Τις ευχές μου.

Locus Publicus said...

Aγαπητέ μου giant, πολύ ωραία η ιστορία που παραθέτεις. Επιμελώς αφήνεις έξω τον δεκαπεντάχρονο πρωταγωνιστή:) Ωραίος και ο όρος one bath stand, ακόμα ωραιότερη η λέξη "χαμαμτσού":)

Mε αφορμή τό σχόλιο για τον "ενδιαφέροντα κύριο", να πώ το εξής - ήταν μια πολύ ιδιάζουσα προσωπικότητα, με δικούς της κανόνες και ηθική, που επηρρέασε τη ζωή πάμπολλων ανθρώπων. Κάποιες άλλες ιστορίες, ίσως στο μέλλον.

Γιατί διεκδικώ μόνον την "λογοτεχνικότητα" της ιστορίας, αποφεύγοντας την αυτοβιογραφική της διάσταση; Nα το εξηγήσω. Ο "μικρός" της ιστορίας εκπροσωπεί μια συμπυκνωμένη προσωπικότητα, όλων των αρρένων της οικογένειας, που πέρασαν απο την ιδιότυπη τελετουργία που αναφέρω. Ηταν μια σχεδιασμένη συμπεριφορά "μύησης" σε πράγματα, που η ηθική του σεβάσμιου παππού, θεωρούσε απαραίτητη. Και δεν ήταν η μόνη. Υπήρχαν και άλλες. Ημερήσιες εξορμήσεις στα λιοστάσια και ελαιοτριβία της εποχής, συζητήσεις περί ηθικής, οικονομικής δραστηριότητας, κοινωνικής συμπεριφοράς, κλπ... Ο εν λόγω κύριος, ήταν ένα σχολείο απο μόνος του...

Locus Publicus said...

Φίλε Περαστικέ , και εγώ σ' ευχαριστώ. Η ιστορία ξεσηκώθηκε απο το χαρτί. Γραμμένη απο χρόνια.

squarelogic said...

Υπέροχη η ιστορία σου Λόκους,έτσω κι αν αναδίδει εναν πιο αυτοβιογραφικό τόνο απ'οτι παραδέχεσαι.
Υπήρχε ένα αξεπέραστο,παλιομοδίτικο στυλ στον τρόπο που ο παλιός Αρχοντας μυούσε τους εκλεκτούς του στα του Κόσμου...Και δεν μιλώ μόνο περί Δώρας...Αυτή η με αγάπη και σοφία τελετουργία σίγουρα έχει χαθεί πια.
Θα φέρει θλίψη η σύγκριση με το πως ενας σημερινός μεγιστάνας μυεί τους γόνους του(αν μη τι άλλο) στις δυνατότητες και τις ευθύνες της θέσης του.

Locus Publicus said...

Φίλε squarelogic. Ημουν αναμφισβήτητα μέρος του "γκρούπ" τις τελετουργίας. Μαζί με άλλα. Ηταν μια ιδιότυπη "μόρφωση" που ο περίεργος παππούς επέβαλε στους απογόνους του.

Ενα καλοκαίρι, "το γκρούπ" εμεινε στο χωριό. Και οι "μαθητές", ξυπνούσαν στις 2 το πρωί, και μαζί με τους υπόλοιπους καπνεγράτες, πήγαιναν στα χωράφια για να μαζέψουν τον καπνό. Ο καπνός μαζεύεται πριν ξημερώσει, με την υγρασία, αλλιώς σπάει. Μάθαμε έτσι (αυτός ήταν ο σκοπός), τη σημασία της γής και της εργασίας.

Μαζί μ' αυτό, η αγαπημένη μου ανάμνηση, η παραγωγή ελαιόλαδου. Ο αρχοντας είχε ενα μικρό εργοστάσιο παραγωγής λαδιού, με κάτι τρομακτικές μηχανές πίεσης των ελιών, και τελευταίου τύπου διαχωριστήρες. Απο την μαύρη μούργα που έμπαινε στη μηχανή, η φυγόκεντρος έβγαζε απο τη μια μεριά έβγαζε τον άχρηστο μαύρο μούστο, και η άλλη το υπέροχο ελληνικό μας λάδι.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς τέλειος για να του αποδώσω εύσημα ευπρέπειας. Ουδείς τέλειος. Ο τρόπος μύησης είναι σίγουρα παλαιομοδίτικος, ασκεί όμως πάνω μου ακόμα μια γοητεία αληθινή.