Θυμήθηκε φευγαλέα τη δροσιά του πρωινού, τα λουλούδια της αυλής, το αρχοντικό σπίτι με τη τη θέα στη θάλασσα. Τους εργάτες που περπατούσαν στον χωματένιο δρόμο, μισοξυπόλητοι, καθοδόν πρός τα ζαχαροκάλαμα. Και την αρχαία εκκλησιά των Ισπανών που ηχούσε την κυριακάτικη καμπάνα της σύναξης. Μια λουλουδιασμένη φυλακή το νησί του Κολόμβου, ένας κόσμος χωρισμένος στα δύο. Οι μαύροι της Αϊτής απεδώ, οι εκλεκτοί απόγονοι των Ευρωπαίων απεκεί. Θεσπέσιες μουσικές, φαγητά κι αρώματα. Και στο κέντρο, το αρχοντικό σπίτι με τα πολλά χρώματα, τα άλογα, τα εξωτικά φρουτόδεντρα. Μέτρησε τα προσωπικά του λάφυρα...
Κάποια ανησυχία τον ξύπνησε. Εγειρε το κορμί του να την αντικρύσει. Είδε την τηλεόραση να παίζει χαμηλόφωνα μέσα στη νύχτα, μερικά βιβλία στο πάτωμα. Σηκώθηκε ταραγμένος. Καθώς έβαζε τον πρωινό καφέ στο φλυτζάνι, κατάλαβε πως εκείνη είχε έρθει ξανά στο όνειρό του. Στο μυαλό του έπαιζε μια μελωδία. Τινάχτηκε για να αποφύγει τη μυρωδιά της που τον έκαιγε. Ενοιωσε ξαφνικά την Ανοιξη να πλησιάζει. Και το περίεργο συναίσθημα που κάθε τέτοια εποχή του χτυπούσε την πόρτα βίαια. Εμεινε σκεπτικός μες στο σκοτάδι...