Μπήκε τρέχοντας και αγκομαχώντας στο σπίτι. Με το πρόσωπο χλωμό, έτρεχε ο ιδρώτας ακολουθώντας τις ρυτίδες. «Κυρ Αλέξη... πάρε το παιδί και φύγε... έρχονται....θα σκοτώσουν το παιδί... θα κάψουνε το σπίτι...»
Τινάχτηκε όρθιος ο κυρ Αλέξης, χλώμιασε και ένοιωσε μια τρεμούλα να τον κυριεύει. «Ποιός μωρέ έρχεται... ποιός θα μου σκοτώσει το παιδί...»
«Ο Μάρκος ο Τσιτσέλης... είναι στο δρόμο...φύγε κυρ Αλέξη, σώσε το παιδί...»
«Φάνη, είσαι σίγουρος.. ξέρεις τί λές;»
«Φύγε κυρ Αλέξη... σε παρακαλώ... φύγε τώρα...»
Τράβηξε το παιδί ο κυρ Αλέξης αγκαλιά, δεκαεπτά χρονών παληκάρι, το αγκάλιασε. «Πάμε αγόρι μου, πάμε για λίγο...». Δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους πολλά ρούχα. Ο,τι βρήκαν στο δρόμο τους. Και ξεχύθηκαν στην ήσυχη νύχτα, στο χωματόδρομο που ανέβαινε προς το βουνό. Την Ανω Μακρυνού. Είχε κρύο η βραδιά, ακουγόνταν μονάχα λίγα μοναχικά πουλιά να κράζουν μακρινά στο διάβα τους. Σκοτάδι. Σκόνταφταν που και πού σε πέτρες, αλλά ήξεραν το δρόμο της ανηφοριάς. Θα σταματούσαν στη βρύση για νερό. Και μετά, σε κάτι συγγενείς. Δυό ώρες δρόμο.
Οι άντρες φάνηκαν μετά απο ώρα. Με άλογα. Στάθηκαν για λίγο στη εξώπορτα κοιτώντας το πέτρινο σπίτι με τις κλιματαριές. Το πορτάκι άνοιξε έυκολα. Το πέτρινο σπίτι ήταν σκοτεινό. Οι ένοικοι είχαν φύγει.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα μ' ένα λοστάρι. Δυνατά. Σχεδόν σάπια η πόρτα, υποχώρησε γρήγορα. Μύριζε ακόμα η ζέστα των ξύλων καθώς μπήκαν στο σπίτι. Σκόρπια τα μισοαναμμένα κάρβουνα στο τζάκι. Ανοιχτό το παράθυρο για να φεύγει ο καπνός. Σκάλισε o άντρας λίγο τη φωτιά και τη δυνάμωσε φυσώντας. Εριξε κι άλλα ξύλα στη φωτιά. Το τζακι φούντωσε και πάλι.
Οι άλλοι δύο της παρέας, παραβίασαν την αποθήκη. Ηταν γεμάτη λάδια, μπαχαρικά, ξηρούς καρπούς, ρύζια, φασόλια, τρόφιμα.
Ο κυρ Αλέξης είχε κλείσει πριν λίγο καιρό το μικρό του μπακάλικο και μετέφερε εδώ όλο του το βιός. Είχε φαγητό για μήνες, ίσως χρόνια, έλεγαν πολλοί, και το κλείδωνε καλά στην αποθήκη. Ηταν οι καιροί δύσκολοι. Λίγο το φαί, λίγο το λάδι...
Αδειασαν την αποθήκη. Μετέφεραν τα κουτιά με τις κονσέρβες, τα λάδια, τις φακές, τα φασόλια, σ΄ενα μικρό κάρο που είχαν στο χώρο της αυλής. Ο,τι βρήκαν το πήραν. Και κρασί. Κόκκινο, παλιό κρασί, τριών χρόνων βαρέλια. Τα πήραν όλα. Εψαξαν κατόπιν το σπίτι, σπιθαμή προς σπιθαμή. Βρήκαν κάτι λίγα κατοχικά λεφτά, πολύ λίγα, κι άχρηστα. Μονάχα σ’ ένα σεντούκι, κάτι ασημικά. Παίρνοντας κατόπιν φωτιά απ' το τζάκι, άναψαν τις κουρτίνες, τις κουβέρτες και τα κρεβάτια. Φούντωσε ξαφνικά το σπίτι απο καπνό, έγινε ένα αλλόκοτο ξαφνικό φώς, πετάχτηκε η φωτιά και έλαμψε τα πάντα.
Τα άλογα είχαν αρχίσει να φοβούνται. Τράβηξαν το κάρο σιγά σιγά στο δρόμο και στάθηκαν στιγμιαία να κοιτάξουν το σπίτι. Βούλιαξε η στέγη ξαφνικά, μ’ ένα κρότο δυνατό, οι διαβρωμένες πόρτες ξεκόλλησαν απο τους μεντεσέδες και σκορπίστηκαν καρβουνιάσμένες στην αυλή. Φωτιά παντού, μέ μια βοή που τρόμαζε, τη βοή του θανάτου. «Πάμε, θα καεί μόνο του...»
Αλλόκοτη μορφή ο Καπετάν Δράκος. Απαρνήθηκε το όνομά του, Μάρκος Τσιτσέλης, και βγήκε στο βουνό. Κάποιος γερμανός, λένε, τον χτύπησε μια μέρα στο δρόμο. Εκείνος σηκώθηκε όρθιος, και τον σκότωσε με τα δυό του χέρια. Τον αποτελείωσε στο περβάζι του σπιτιού του, εκδίκηση για την προσβολή, μπροστά στους ασβεστωμένους βασιλικούς. Και σαν συνήλθε απ’ αυτό πούκανε, έκλαψε σαν μωρό παιδί. Και μετά έφυγε. Λίγους μήνες αργότερα, βρέθηκε με τους αντάρτες στα ορεινά του Θέρμου, και χάθηκε για μήνες στο βουνό.
Για το φονικό αυτό, οι Γερμανοί, σκότωσαν δέκα στο χωριό. Ο κύριος Γιώργος, ο πιο πλούσιος γεωκτήμονας της περιοχής, δεν μπόρεσε να τους εμποδίσει. Αυτή τη φορά δεν του κάνανε τη χάρη. Παλιότερα δέχονταν οι κατακτητές μπαξίσια, δώρα, λάδι και κρασί. Τουτη όμως τη φορά, τίποτα. Η εκτέλεση έγινε στο προαύλιο του Αη Γιώργη. Χτύπησε η καμπάνα λυπητερά. Το χωριό πάγωσε. Ο κυρ. Γιώργος, αποτραβήχτηκε στο γραφείο του, φίλησε την εικόνα της Παναγίας, και έγειρε στον καναπέ του. Ηθελε να κλάψει. Μόνος του...
Ο κυρ Αλέξης έχασε το βιός του, αλλα μοιράστηκε το φαγητό με τους φτωχούς του συγγενείς. Το παιδί μονάχα ήθελε φαγητό. Δεκαεπτά χρονών παληκάρι, πως θα δύνάμωνε, πώς θα αντριωνόταν. Στα ορεινά του χωριού, οι ντόπιοι μιλούσαν για τους αντάρτες. Ηταν εκεί, λέγανε, στο μοναστήρι της Φανερωμένης που τόχαν οχυρώσει σαν στρατόπεδο και ζούσανε με φρουρές και περιπολίες. Απο τα ψηλά της Μακρυνούς, το ψηλότερο χωριό στις παρυφές της Τριχωνίδας, έβλεπαν όλο τον κάμπο. Τη λίμνη, τα χωράφια, τις κινήσεις των Γερμανών.
«Ο Καπετάν Δράκος έκαψε το σπίτι μας... Πήρε τα φαγητά μας απο τις αποθήκες... Νάναι καλά ο Φάνης που μας ειδοποίησε...» Τα λόγια του πατέρα καρφώθηκαν βαθιά στη καρδιά του μικρού. Φοβόταν... Ενοιωσε τον μικρό του κόσμο να καταρρέει. Αν τον έβρισκε ο Καπετάν Δράκος, θα τον σκότωνε. Γιατί όμως; Δεν το καταλάβαινε. «Εχει σκοτώσει κι άλλους. Οταν κατεβαίνουν στα χωριά για πλιάτσικο, σκοτώνουν όποιον βρούν. Αγρίμια του βουνού...»
Στη βρύση της Μακρινούς, μαζεύονταν συχνά γυναίκες και παιδιά για νερό. Ηταν τόπος συνάντησης και βόλτας. Ηταν σκληρά τα χρόνια της ανέχειας, κάπου μακριά τους συνέχιζε κι ο πόλεμος που εδώ είχε χαθεί. Δεν υπήρχαν πολλά να πούν για τώρα, όλα τα όνειρα ήταν για μετά τον πόλεμο. Ολα θα γινόντουσαν μετά. Θα ξαναπήγαιναν στο σχολείο, θα αποκτούσαν ρούχα κι αληθινά παπούτσια. Ισως και μια αγάπη. Στην Ανω Μακρυνού; Δύσκολο. Εδώ η αγάπη έχει πεθάνει προ πολλού. Εμενε μόνον ο φόβος και ο μακρινός πόλεμος.
Κάτι άλογα ακούστηκαν στα κοντινά του δέντρα. Ο μικρός στέκοταν κοντά στη βρύση όταν άκουσε κάτι αντρικές φωνές. Πάγωσε. Στάθηκε για λίγο να αφουγκραστεί την καρδιά του που χτύπαγε ξαφνικά με δύναμη. Κοίταξε γύρω του, ψάχνοντας το δρόμο. Τι γινόταν θεέ μου, ποιός έρχεται; Απο τις φυλωσιές του δάσους, φάνηκε καθαρά η σιλουέτα ενός αλόγου. Κι ενας καβαλλάρης... Είχε γένια, μπότες και τον κοιτούσε απο μακριά. Ο Καπετάν Δράκος!
Ο καπετάν Δράκος! Γιά κείνον έρχονταν. Να τον σκοτώσει. Θάχε μαζί του μαχαίρι και όπλο. Θα τον έσφαζε σαν αρνί δίπλα στα νερά της βρύσης... Προσπάθησε να σηκωθεί, καθώς ο καβαλάρης άρχισε αργά να τον πλησιάζει... Ενοιωσε ένα μούδιασμα στο κορμί του, μια παράλυση. Ηταν ο φόβος. Το μυαλό του σταμάτησε να λειτουργεί. Κοιτούσε μονάχα τον άντρα που τον πλησίαζε. Μια τελευταία προσπάθεια να σηκωθεί... Ενοιωσε να παραλύει. Κατουριόντανε... Ο καβαλάρης πλησίασε ακόμα λίγο, και σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά του. Με μια γρήγορη κίνηση, κατέβηκε απο το άλογο.
Ναί, είχε μαχαίρι και όπλο. Και φαινόταν βλοσυρός και θυμωμένος. Αγρίμι του βουνού. Ο μικρός αρχισε να τρέμει, και καθώς ήταν μισοόρθιος, ένοιωσε τα γόνατά του να υποχωρούν. Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Φοβόταν....Ο καβαλάρης στάθηκε απέναντί του. Φαινόταν τερατώδης. Κουλουριάστηκε ο μικρός στο έδαφος, έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπο, μάζεψε το κορμί του όσο μπορούσε. Ο καπετάν Δράκος θα τον σκότωνε. Ενοιωσε πως τον είδε να βγάζει το τρομερό μαχαίρι του. Aρχισε να κλαίει....
Σαν σε όνειρο θυμάται, πως πέρασαν κάμποσα λεπτά χωρίς να γίνει τίποτα. Ο καβαλάρης τον κοιτούσε ακόμα.. Το παιδί ένοιωσε να συνηθίζει λίγο στο φόβο, τόλμησε να ανοίξει λίγο τα χέρια του για να να μπορέσει να κοιτάξει. Αντίκρυσε τον Καπετάν Δράκο, τον άνθρωπο που του έκαψε το σπίτι, να τον κοιτάει με επιμονή. Αλλά μαχαίρι δεν είχε. Κάτι κρατούσε στο χέρι του, και του το έδινε. Ο μικρός δεν μπορούσε να κινηθεί απ’ το φόβο. Τρέμοντας σαν ψάρι, περίμενε το θάνατό του. Εσκυψε τότε κι ο Καπετάν Δράκος άπλωσε το χέρι του και του άγγιξε το κεφάλι. Αργά, ήρεμα, σχεδόν στοργικά. Μετά σηκώθηκε, και άφησε κάτι δίπλα του. Ενα κουτί. Και αφού τον κοίταξε για λίγα ακόμα δευτερόλεπτα, του γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε ξανά προς το άλογο. Και χάθηκε με μια φωνή στο δάσος. Ακούστηκαν κι άλλοι που τον ακολουθούσαν...
Ο κυρ Αλέξης πέθανε στους επόμενους μήνες. Απο φυματίωση. Και τον μικρό, το γιό του, τον έσυραν οι συγγενείς στον κυρ. Γιώργη, τον πλούσιο γεωκτήμονα. Ο αφέντης του χωριού, τον δέχτηκε στο σπίτι του. Τον πέρασε σ’ ένα γραφείο μ’ αρμένικα χαλιά και δερμάτινους καναπέδες. Εκλεισε τα ξώφυλλα και κάθισε απέναντί του. Ηταν ντυμένος αρχοντικά, με παπούτσια γυαλισμένα. Τούριξε μια ματιά αετίσια, τον «μέτρησε», του πρόσφερε γλυκό και σπιτίσιο βύσσινο.
«Πως σε λένε νεαρέ μου;»
«Μπαρχαμπά, κύριε... Μπαρχαμπά με λένε».
Tούγνεψε να τον ακολουθήσει. Κατέβηκαν τίς πίσω σκάλες του σπιτιού, και μέσα απο μια αυλή βουτηγμένη στα λουλούδια, τις πορτοκαλιές και τα νεράτζια, μπήκαν σ’ ένα άλλο δεύτερο σπίτι. Το σπίτι των υπηρετών. Κατέβηκαν στο υπόγειο, και περπάτησαν εναν χώρο που φάνταζε τεράστιος. Τα κελλάρια. Παντού, αριστερά και δεξιά, κρασοβάρελα, λάδια και ξύλινες ντουλάπες. Στο τέλος του διαδρόμου, ένα μικρό δωματιάκι. Στο στρωμμένο κρεβάτι, μερικά σιδερωμένα ρούχα, πουκάμισα, παντελόνια, πετσέτες. Στο δάπεδο, ένα ζευγάρι παπούτσια.
«Θα μείνεις μαζί μας Μπαρχαμπά. Μέχρι να φτιαχτεί το καινούργιο σπίτι.»
«Μάλιστα κύριε...»
«Θα μάθεις γράμματα, την Κυριακή θα δείς τον δάσκαλο.»
«Μάλιστα κύριε...»
Η Ανθή, η παραδουλεύτρα, φάνηκε στην πόρτα με μια κατσαρόλα. Αχνιζε μέσα της η ψαρόσουπα, με καρότα, σέληνα και πατάτες, μια αληθινή ψαρόσουπα! Θεέ μου, τί κόσμος είναι αυτός; Τέλειωσε ο πόλεμος;
Καθισαν στο τραπέζι. Η ψαρόσουπα και το άσπρο κρασί, ήταν δώρο θεού. Ο κυρ Γιώργης μιλούσε αργά, και με ολοκληρες προτάσεις. Σαν δάσκαλος. Του μίλησε για τα μέτωπα, τη Γερμανία που θάχανε τον πόλεμο. Για τον κόσμο που θα ξαναγεννηθεί μέσα απο τις στάχτες. Τούπε πολλά. Και καθώς ο πάγος άρχισε να λειώνει, ο Μπαρχαμπάς κοιτώντας ντροπαλά το πάτωμα, τόλμησε την ερώτηση.
«Ποιός μας έκαψε το σπίτι αφέντη;»
«Οχι τώρα Μπαρχαμπά, άσε να περάσει ο πόλεμος...»
«Κυρ Γιώργο...»
«Ελα Μπαρχαμπά...»
«Δεν ήταν πάντως ο Καπετάν Δράκος, ήταν;»
Αργή και διστακτική η απόκριση.
«Οχι Μπαρχαμπά, δεν ήτανε ο Μάρκος...»
«Το ήξερα...»
«Πώς τόξερες ρε Μπαρχαμπά;»
«Ηρθε και με βρήκε... στη βρύση...»
Και ξεστομισε τότε ο ταπεινός Μπαρχαμπάς την τρομερή συνάντηση με το αγρίμι του βουνού. Τον φόβο που ένοιωσε, τα πόδια που λυγίσαν.
«Και τί είχε ρε Μπαρχαμπά μέσα το κουτί που σούδωσε ο Μάρκος;»
«Σοκολάτες κυρ Γιώργη... Ενα κουτί με σοκολάτες...»
Ο Μάρκος o Τσιτσέλης, ο τρομερός Καπετάν Δράκος, χάθηκε για πάντα. Μερικοί είπαν πως πέθανε στα βουνά της Μακρυνούς, σε κάποια γερμανική ενέδρα. Αλλοι είπαν πως αρρώστηκε, πως γλίστρησε και έπεσε στο φαράγγι, πως πέρασε στην παγωμένη Ρωσία όπου και χάθηκε για πάντα με τους συντρόφους του. Κανείς δεν τον ξανάδε ποτέ. Στα χωρια του Θέρμου, στα Σταράλωνα, στην Ανω Μακρυνού, μερικές ιστορίες του μένουν ακόμα ζωντανές. Εφυγαν οι Γερμανοί για τη Γερμανία, έφυγαν κατόπιν και οι Ελληνες για την Αθήνα και τη μετανάστευση. Οι ιστορίες του λαού μας, ιστορίες της ερειπωμένης επαρχίας, χάθηκαν για πάντα, πολλές πριν ακόμα γραφτούν, πρίν κάν ακουστούν. Ποιός να μαζέψει τις αφηγήσεις την Ανω Μακρυνούς...
Μέρες πρίν χαθεί για πάντα, κάποιοι είπαν πως τον είδαν να κατεβαίνει απ’ το βουνό. Ηταν σούρουπο καθώς μπήκε στο χωριό με το άσπρο του άλογο και τις αρματωσιές του. Ακούστηκε καυγάς, φωνές και βρισιές μεγάλες. «Ρουφιάνε... Πρόστυχε...» Και μετά ησυχία. Σαν ξημέρωσε, κάποιος Φάνης, βρέθηκε τσιγκελωμένος ανάποδα, σαν αρνί του Πάσχα, νεκρός, με το αίμα του να ποτίζει τα πλακάκια της αυλής. Ο καπετάν Δράκος τον είχε σκοτώσει. Τοσο άγρια δεν είχε σκοτώσει ούτε τον γερμανό. Αγρίμι του βουνού...
Στην εκκλησία της Κυριακής, ο κυρ Γιώργης έσκυψε ευλαβικά στην εικόνα της Παναγίας. «Ρουφιανιά, Κλεψιά κι’ Εκδίκηση ειναι κακιές Μητριές, Μπαρχαμπά μου. Τις έβαλε κι ο Θεός στις Εντολές Του...»
--------------------------------------------------------
Ανήκω στη γενιά εκείνων που μεγάλωσαν στην επαρχία με παππούδες και γιαγιάδες, και πολλές ιστορίες σκαλίζοντας το τζάκι. Πολύ πρίν την τεχνολογικά ομοιογενή εποχή της τηλεόρασης και του Μπόμπ του Σφουγγαράκη, πολλές αφηγήσεις για τα παιδιά ήτανε ιστορίες του Βουνού και του Πολέμου. Δεν θα κρίνω αν ήταν χειρότερα ή καλύτερα. Ηταν σίγουρα διαφορετικά. Η ιστορία του Δράκου της Ανω Μακρυνούς, χάνεται μέσα στο χρόνο. Αληθινά και φανταστικά στοιχεία είναι αδύνατον πια να ξεμπλεχτούν. Μας μένει μόνον η αφήγηση, η ιστορία. Την άκουσα σε πολλαπλές παραλλαγές. Στο κείμενο αυτό, συνέθεσα μερικές απο τις παραλλαγές αυτές, σε μία ιστορία.Την οφείλω στη γενιά των παππούδων μου.
Χαίρομαι επίσης ιδιαίτερα καθώς βλέπω μια κίνηση στη σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία, που ξεθάβει χαμένες ιστορίες του τόπου μας, ζωσμένες με ντόπιες προφορές και λαογραφίες, και τις λογοτεχνίζει μακρυά απο αυστηρά ιστορικές διαστάσεις, δίνοντάς τους λογοτεχνική αυτοτέλεια και υπόσταση. Αποφάσισα να γράψω αυτό το κείμενο, αφού τέλειωσα ένα καταπληκτικό βιβλίο του είδους. Το Ξέφωτο, της Τατιάνας Αβέρωφ. Το συνιστώ σε όλους.
--------------------------------------------------------
Οι ζωγραφιές κατα σειράν εμφάνισης:
1. Το παιδί με τις τιράντες - Σπύρος Παπαλουκάς, 1925
2. Οπωροπωλείο Απόλλων – Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας 1939
3. Μεγάλη νεκρά φύσις - Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας 1939
4. Ελληνικό Λαϊκό Τραγούδι – Γεράσιμος Στέρης (Σταματελάτος)
5. Μπόρα – Ιωάννης Μυταράκης, 1939
6. Νέοι διασκεδάζουν στο Γαλάτσι – Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, 1935
7. Αγιοι Σαράντα (τμήμα) – Φώτης Κόντογλου
Thursday, March 5, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
7 comments:
Locus, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει τίποτα ιερότερο απο τις οικογενειακές μνήμες. Με τέτοιες ιστορίες μεγάλωσα κι εγώ.
Ωραία ιστορία και ωραία δοσμένη.
Πολύ όμορφη σύνθεση Λόκους...
Να είσαι καλά,να διασωζεις με τόσο όμορφο τρόπο τις ιστορίες της γενέθλιας γης σου και των ανθρώπων σου...
Απ τους 4 παππούδες και γιαγιάδες (θεωρητικά πάντα) γνώρισα μόνο μια γιαγιά η οποία καθώς ήρθε απ την Μ.Ασία το 22, ηταν πολύ ηλικιωμένη και μπέρδευε τα ελληνικά με τα τούρκικα... οπως καταλαβαίνεις δεν μεγάλωσα με ιστορίες όπως τα άλλα πιτσιρίκια... πάντα ένοιωθα αυτή την έλλειψη...είχα μόνη συντροφιά τα βιβλία κι αυτά όχι πολλά... δύσκολοι καιροί, τα έξοδα πολλά!
Δεν φαντάζεσαι πόσο το απολαμβάνω κάθε φορά που μας ξεναγείς στις παιδικές σου αναμνήσεις...
σ ευχαριστώ!
Ευτυχώς στο χωριό μου δεν είχαμε "δράκο", παρ' όλο που ήταν χωρισμένο στα δυο. (δεξιοί - αριστεροί)
Έτυχε και στις δυο "ηγεσίες" να υπάρχουν μυαλωμένοι άνθρωποι , και οι μεν προστάτευαν τους δε, παρά τις συχνές “επισκέψεις” και τα “καρφώματα” εκατέρωθεν, χωρίς κανέναν νεκρό....
Το “μέσον” προς όφελος της κοινωνίας!!
Μέχρι και σήμερα στο πανηγύρι τραγουδιούνται και χορεύονται “δεξιά” και “αντάρτικα” από όλους μαζί!!
Φυσικά και είναι αγαπημένο θέμα συζήτησης , κάθε καλοκαίρι, μεταξύ των γεροντότερων και των νεότερων , ενώ οι μεγαλύτεροι καβγάδες έχουν να κάνουν με το ποιος διακινδύνευσε περισσότερο για τον άλλον κλπ .....κλασικά!
Κάποια απαγοήτευση σήμερα Locus.
Το πόστ αυτό δέν σου ταιριάζει..
Φταίω εγώ που είμαι τόσο γέρος, ίσως;
Υγεία σου εύχομαι..
Αγαπητέ Dormammu οι οικογενειακές ιστορίες είχαν την θέση της τηλεόρασης. Ειδικά στην Ελλάδα, η οικογένεια ακόμα κρατάει (και αυτό είναι καλό).
-------------------------
Ευχαριστώ Αθεόφοβε, λίγο "ρετρό" βέβαια, και μεγάλη. Νάσαι καλά.
--------------------------
Ευχαριστώ φίλε Square. Οι ιστορίες είναι μέρος της ζωής μας. Εχουν κάποια αξία. Προσωπική βέβαια. Νάσαι καλά.
--------------------------
Μικρασιάτισσα λοιπον Mαρία.. Χαίρομαι που σου άρεσε. Δεν περιμένω βέβαια να αρέσει σε όλους. Απλά ένοιωσα την ανάγκη να την γράψω.
Δεν έχασες τίποτα φίλη μου. Απλά μεγάλωσες διαφορετικά. Καθείς κι η μοίρα του...
----------------------------
Ναι φίλε glam. Τα πάθη έχουν καταλαγιάσει. Καλο αυτό για τον τόπο μας. Υπάρχει και το χιούμορ. Στην ιστορία αυτή δεν υπάρχει πολιτικό μήνυμα. Ιστορία της ανέχειας, και του κατατρεγμού. Νάσαι καλά.
-------------------------
Αγαπητέ μου δ.σ. σέβομαι αυτό που λές, και λυπάμαι. Δίστασα να γράψω αυτή την ιστορία, είναι πού "ρετρό", πάει πολύ πίσω, ίσως να μην έχει αξία. Δεν βαρίέσαι...Συνεχίζουμε.
Νάσαι καλά. (Και άσε τα γεροντίστικα!!) Συνεχίζουμε...
Post a Comment